Η επιτυχία από την αποτυχία βρίσκονται σχεδόν πάντα σε απόσταση γραμμής. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις παικτών που η συλλογική επιτυχία τους “χαλάρωσε” και δεν βρήκαν ξανά το δρόμο προς την κορυφή. Οι όντως λίγες περιπτώσεις είναι αυτές που η μοίρα μπορεί να σε χτυπήσει, να σου φερθεί άσχημα, αλλά εσύ να βρεις τον τρόπο να σηκωθείς, να δείξεις ανάστημα και να βρεθείς ξανά στην κορυφή. Μία τέτοια περίπτωση παίκτη είναι και ο Μάικ Μπράμος.

Η πρώτη επαφή

Ο Μπράμος έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα όταν πήρε την απόφαση να υπογράψει στον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι του 2012. Ήταν ένας από τους πρώτους παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα των “πρασίνων” στη μετά-Ομπράντοβιτς εποχή, όταν είχε “ξεριζωθεί” το μεγαλύτερο μέρος του ρόστερ της ομάδας, με τον Ελληνοαμερικανό γκαρντ-φόργουορντ να καλείται να δώσει σημαντικές λύσεις σε άμυνα και επίθεση. Ο Μπράμος αποδεικνύεται λίρα 100, κερδίζει τις εντυπώσεις με την ικανότητα του σε άμυνα και επίθεση, ενώ τρελαίνει κόσμο όταν το χειμώνα του 2012 το “τριφύλλι” πρόσθεσε τον Καπόνο στο ρόστερ του για να δώσει τις απαραίτητες βοήθειες από τη γραμμή των 6,75, όμως ο νεαρός, τότε, διεθνής γκαρντ είχε ακόμα καλύτερα ποσοστά ευστοχίας. Μαζί με τον Ματσιούλις συνθέτουν ένα εξαιρετικό δίδυμο στο “3” και υπό τις οδηγίες του Αργύρη Πεδουλάκη ο Μπράμος πανηγυρίζει το πρώτο του ελληνικό double.

Η πτώση 

Η δεύτερη σεζόν δεν είναι η ίδια για τον πρώην παίκτη των Περιστερίου και Γκραν Κανάρια, όμως φτάνει εκ νέου στην κατάκτηση του double, με τον γκαρντ/φόργουορντ του “τριφυλλιού” να δείχνει ότι ήταν ίσως περισσότερο από όλους επηρεασμένος από την αποχώρηση του Αργύρη Πεδουλάκη μεσούσης της σεζόν, αλλά και από τους μικροτραυματισμούς που τον ταλαιπωρούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν.

Η αποχώρηση του από τον Παναθηναϊκό έρχεται σε μία περίοδο γενικότερης ανανέωσης του ρόστερ των “πρασίνων” (εκείνο το καλοκαίρι έφυγαν επίσης οι Ματσιούλις, Λάσμε, Ούκιτς), με τον Μπράμο να αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στην Αμερική. Στο summer league του Λας Βέγκας με τους Χοκς, όμως η μοίρα του παίζει άσχημο παιχνίδι, με τον διεθνή να τραυματίζεται σοβαρά και να μένει εκτός δράσης για σχεδόν ένα χρόνο. Μάλιστα, η ανησυχία του αναφορικά με το μέλλον του και το μπάσκετ ήταν κάτι παραπάνω από έντονη, έχοντας αρχίσει να κάνει πλέον δεύτερες σκέψεις αναφορικά με την καριέρα του.

Βρήκε την δική του “Ιθάκη”

Έχοντας ξεπεράσει μετά από ένα χρόνο το σοβαρό πρόβλημα τραυματισμού του, ο Μπράμος προσπάθησε να βρει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Η μοίρα τον βρίσκει στην Ιταλία, μια Ιταλία που δεν είχε πλέον τις παραδοσιακές δυνάμεις, Βίρτους και Φορτιτούντο Μπολόνια, ούτε καν την Μπενετόν, τη Ρόμα και τη Σιένα. Μπορεί το ιταλικό μπάσκετ να βρέθηκε σε παρακμή εκείνα τα χρόνια, όμως ο Μπράμος βρίσκει τη δική του… Ιθάκη στην Βενέτσια. Μπορεί το ξεκίνημα να μην ήταν το καλύτερο δυνατό, με τον εκκεντρικό Βάλτερ Ντε Ραφαέλε να δίνει στον Μπράμο το ρόλο του παίκτη που θα δίνει βοήθειες, όμως ο πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού είχε, με το καλημέρα, αντίθετη άποψη. Ο Μπράμος ανεβάζει κατακόρυφα τα νούμερα του χρόνο με το χρόνο και το 2016 κλήθηκε να ανανεώσει το συμβόλαιο του με την ομάδα της Βενετίας, με τον ίδιο να παραμένει στην ομάδα που τον αναγέννησε.

Πλέον, έχοντας άλλο ρόλο, αυτό του εν δυνάμει ηγέτη, ο Μπράμος οδήγησε την ομάδα του σε διαφορετικά μονοπάτια από ότι πίστευε ότι θα μπορούσε να ζήσει. Τον Ιούνιο του 2017 η Βενέτσια κατακτά το τρίτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, έχοντας περάσει 74 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία κατάκτηση, ενώ την ίδια σεζόν οι Ιταλοί θα βρεθούν στο Final4 του πρώτου BCL. Ο Μπράμος όχι απλά είχε συμμετοχή στις επιτυχίες της ομάδας, αλλά ήταν και ο άνθρωπος κλειδί στη γενικότερη παρουσία του συλλόγου σε όλες τις επιτυχίες.

Οι επιτυχίες δεν σταματούν όμως στο 2017. Δύο χρόνια αργότερα η Βενέτσια θα φτάσει στο 4ο πρωτάθλημα της ιστορίας της, επικρατώντας της Σάσαρι, με τον Μπράμο να κάνει… πράγματα και θαύματα στον τελευταίο τελικό, πετυχαίνοντας 22 πόντους, εκ των οποίων οι 17 επετεύχθησαν στο γ’ δεκάλεπτο, οδηγώντας την ομάδα του σε μία ακόμα ιστορική στιγμή.

 

Ο Μπράμος μπορεί να μην έγινε ποτέ ο σούπερ σταρ που περίμεναν κάποιοι ή ο παίκτης εκείνος που θα οδηγήσει έναν εκ των “ισχυρών” του ελληνικού μπάσκετ στις επιτυχίες. Ήταν όμως ο παίκτης εκείνος που βρήκε το ψυχικό σθένος να ξεκινήσει ξανά, να βρει τα πατήματα του και παρά την αρνητική κριτική να φτάσει στη δική του κορυφή.