Ο Νίκος Χουγκάζ του Ιωνικού Νικαίας αποτελεί δίχως αμφιβολία ένα από τα πιο τρανά projects Ελλήνων αθλητών της τελευταίας δεκαετίας, με τα φυσικά/ αγωνιστικά του προσόντα αλλά και τα κατορθώματά του στη φετινή Basket League να εκτοξεύουν ραγδαία το potential αλλά και το μέλλον του!

Αγωνιστικά, είναι ο ορισμός του σύγχρονου παίκτη. 3αροειδές 4άρι με ύψος πενταριού, δε φοβάται με τη μπάλα στα χέρια του, σουτάρει τρομερά και υπό καλές συνθήκες, είναι ευέλικτος, με την παρουσία τους στις ΗΠΑ και το κολέγιο του Northwestern State να αποτυπώνεται πλήρως σε κάθε ένα του βήμα, όπως και σε όλους τους Έλληνες αθλητές που έχουν περάσει χρόνια από τη μπασκετική τους ζωή σε High Schools και σε κολέγια (ΝCAA) στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όπως οι Nτήνος Μήτογλου και Γιώργος Παπαγιάννης του Παναθηναϊκού ΟΠΑΠ.

 

 

 

Ωστόσο, ξεκίνησε τη φετινή σεζόν -τη μόλις δεύτερη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας μετά από αυτή του 2018-19, όπου φορούσε τα χρώματα του Πανιωνίου– κάπως άγουρα και άστοχα, κάτι που είναι απολύτως λογικό και επόμενο για έναν αθλητή που βιώνει μόλις το 21ο έτος στη ζωή του και δεν έχει βιώσει ρηξικέλευθα γεγονότα στην αγωνιστική του καθημερινότητα. Έτσι, έψαχνε πιο γερά μονοπάτια για να περπατήσει, έψαχνε πιο σίγουρες λύσεις για να μείνει περισσότερη ώρα στο παρκέ προσπαθώντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη του προπονητικού επιτελείου του αθηναϊκού συλλόγου.

Και όλα αυτά -και ακόμα περισσότερα- τα βρήκε και στηρίχθηκε πάνω τους γερά χάρις σε μια μεταγραφή της ομάδας, του Λουκά Μαυροκεφαλίδη, λίγες ημέρες πριν το φινάλε της χρονιάς.

Ο Λουκάς είναι ένας από τους πιο έμπειρους Έλληνες centers/ power forwards όλων των εποχών, με την πορεία του τόσο στα εγχώρια πρωταθλήματα με τις τρανότερες ομάδες της χώρας (ΠΑΟΚ, Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, Προμηθέας Πατρών) όσο και οι περιπέτειές του στο εξωτερικό να διαμορφώνουν τόσο την αγωνιστική του εξέλιξη όσο και την τάση εκσυγχρονισμού στις κινήσεις του και το παλμαρέ του.

Τα τελευταία 5 χρόνια, ένας αθλητής που πάντοτε αρεσκόταν στο face up παιχνίδι επιθετικά -αφού είχε την ικανότητα να «σκοτώσει» τόσο από το mid range όσο και πάνω από κοντύτερους αντιπάλους- και σούταρε μόλις 1 τρίποντο στην καριέρα του, έχει τραβηχθεί σταδιακά προς την περίμετρο σε διθυραμβικό πλαίσιο και βαθμό, σουτάροντας σε αυτό το χρονικό διάστημα περίπου 3 ανά βραδιά!

Και ακριβώς αυτή την επιθετική φινέτσα του προσπαθεί να μεταβιβάσει και στον Χουγκάζ, τον οποίο έχει κρύψει κάτω από τη φτερούγα εμπειρίας του στον Ιωνικό Νικαίας, και προσπαθεί να τον εξελίξει παραδίδοντάς του ταχύρυθμα σεμινάρια σύγχρονου forwardness!

 

 

 

Στατιστικά Χουγκάζ πριν την έλευση Μαυροκεφαλίδη:

 

  • 10.6 πόντοι ανά αγώνα
    2 εύστοχα δίποντα ανά αγώνα (σε 30 απόπειρες- 42%)
    1.1 εύστοχα τρίποντα ανά αγώνα (σε 23 απόπειρες- 32%)
  • 5.4 ριμπάουντ ανά αγώνα
  • 2.4 κερδισμένα φάουλ ανά αγώνα

Στατιστικά μετά την έλευση Μαυροκεφαλίδη:

  • 11.5 πόντοι ανά αγώνα (+0.9)
    2 εύστοχα δίποντα ανά αγώνα (σε 53 απόπειρες- 33%)
    1.7 εύστοχα τρίποντα ανά αγώνα (σε 43 απόπειρες- 46%)
  • 6 ριμπάουντ ανά αγώνα (+0.6)
  • 3.5 κερδισμένα φάουλ (+1.1)

Είναι οφθαλμοφανής λοιπόν, η ραγδαία άνοδος του νεαρού στο πλευρό του… γερόλυκου, που τον καθοδηγεί με τη στόφα και τη λειτουργικότητά του πολύ πιο γρήγορα προς το ζενίθ των δυνατοτήτων του. Πλέον, ο 21χρονος forward έχει καταφέρει να εξελίξει τόσο το range του όσο και την τάση του από το τρίποντο, προσπαθεί να εκμαιεύσει την επαφή και το πλεονέκτημα όποτε αυτό είναι δυνατό κόντρα σε υψομετρικά αβαντάζ και αποτυπώνει στο έπακρο τη μπασκετική φύση της αμερικάνικης παιδείας που βίωσε στο NCAA και στα ελληνικά ύδατα.

 

Πώς εξηγείται αυτό ωστόσο πέραν της εξωαγωνιστικής φιλοσοφίας;

 

1) Ο Μαυροκεφαλίδης ανοίγεται στο τρίποντο

 

Αυτό το στοιχείο έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ελεύθερων χώρων στους συμπαίκτες του, αφού κανείς δεν επιθυμεί να ρισκάρει το range του έμπειρου «ψηλού», κάτι που εκμεταλλεύεται και ο Χουγκάζ αναφορικά με το post up παιχνίδι του κόντρα σε κοντύτερους αντιπάλους ή την πληθώρα επιθετικών ριμπάουντ (άρα και δεύτερες ευκαιρίες) που προκύπτουν ελέω της απουσίας του center του αντιπάλου.

 

2) Ο Μαυροκεφαλίδης στο low post

 

Το εν λόγω στοιχείο αναπτύσσει μια ακόμα φυσική ικανότητα του Χουγκάζ που δεν είναι άλλη από το κόψιμο στο αντίπαλο ζωγραφιστό.

Η διάπλαση και το ταπεραμέντο του Λουκά αναγκάζουν πολλάκις τις αντίπαλες άμυνες να προσαρμοστούν με 2 παίκτες πάνω του, γεγονός που εκμεταλλεύεται άρτια ο έτερος «ψηλός», χάρις και στο τρομερό playmaking του Μαυροκεφαλίδη. Παράλληλα, διαθέτει και την απαραίτητη εκτελεστική δεινότητα από μακρινή απόσταση για να τιμωρήσει κάθε βοήθεια του προσωπικού αντιπάλου στο low post.

Aκόμα και όταν όμως, ο εχθρός επιλέγει να τον αντιμετωπίσει χωρίς help defence, αφενός η λειτουργικότητα του Μαυροκεφαλίδη ως playmaker ρακέτας και αφετέρου η σπιρτάδα του Χουγκάζ να κόψει γρήγορα στο καλάθι έχει σαφή αποτελεσματικότητα για την αθηναϊκή ομάδα.

 

 

 

3) Ο ακροβολισμός του Ιωνικού

 

Από το 2015 και την επανάσταση που επέφεραν οι Golden State Warriors σε ένα άθλημα όπου κυριαρχούσαν τα φυσικά προσόντα, το μπάσκετ έχει γίνει ένα αγώνισμα των σουτέρ και του spacing. Και σε αυτό το μονοπάτι βαδίζει και η ομάδα του coach Αγγέλου, όταν χρησιμοποιεί ταυτόχρονα τους δύο Έλληνες στη frontline της.

Έτσι, διαθέτει άπλετους χώρους τόσο για τρίποντο όσο και για ενδεχόμενο drive, που αμφότερα μπορεί να τα αναγάγει σε σκορ ο Χουγκάζ, αφού είναι πολύ γρήγορος και μπασκετοποιημένος για να περιοριστεί από τους αντίπαλους power forwards, oι οποίοι εν Ελλάδι θυμίζουν περισσότερα 4άρια παλιάς κοπής- νυν centers (ύψος, δύναμη, απορροφούν την επαφή).