Η Ελλάδα είναι ένας από τους χειρότερους -οικονομικά και φορολογικά- προορισμούς για κάθε ξένο παίκτη που εξετάζει τις προτάσεις που έχουν φτάσει στα χέρια του, με τον ίδιο ενδεχομένως να αφαιρεί τη χώρα μας από τα πλάνα του πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα.

Και αν αυτό είναι ένα σενάριο εφάμιλλο μονάχα των «μικρών» ομάδων, η πραγματικότητα χτυπάει σθεναρά πλέον την πόρτα και στους «αιωνίους», με τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό να αδυνατούν πολλές φορές να διεκδικήσουν μέχρι τέλους έναν παίκτη αποδεδειγμένης ποιότητας (όπως για παράδειγμα η περίπτωση του Lorenzo Brown για τον Παναθηναϊκό το περασμένο καλοκαίρι) σε σχέση με τα παχυλά πορτοφόλια της υπόλοιπης ηπείρου, και αρκούνται είτε σε παίκτες-«λαβράκια» είτε σε αθλητές που έχουν θέσει ως προτεραιότητά τους τις εν λόγω ομάδες (πχ ΣλούκαςHezonja) όταν γίνεται λόγος για μεταγραφή και όχι ανάπτυξη των εκάστοτε prospects τους.

Σε όλη αυτή την κλίμακα οικονομικού γκέτο, σίγουρα η πανδημία του κορονοϊού με τα «λουκέτα» και τους περιορισμούς όχι απλά δεν είναι αρωγός στην απόκτηση ενός παίκτη, αλλά μάλιστα ωθεί και στην απομάκρυνσή του, συνθέτοντας έτσι ένα πολύ δύσκολο πεδίο αγωνιστικής επιβίωσης για τις μικρότερες -ποιοτικά και οικονομικά-ομάδες, οι οποίες δεν έχουν πολλάκις εναλλακτικές λύσεις.

Τα τελευταία χρόνια όμως, μαζί με την πτώση της ποιότητα στη Basket League έχει ανέβει και εκείνη των άλλων πρωταθλημάτων, με τις Τουρκία, Ισπανία και Ιταλία να συνδυάζουν τόσο το ποτήρι όσο και το κρασί, αλλά και την όποια νηφάλια μέθη στο στόχο τους, με την Ελλάδα να αναλώνεται στην αίγλη των περιπτέρων.

Τα προβλήματα είναι πολλά, με το ελληνικό μπάσκετ να έχει χάσει την αίγλη του στο πιο δύσκολο σημείο ανταγωνισμού που έχει βιώσει τη νέα χιλιετία η Ευρώπη, κάτι που αποτυπώνεται πλήρως και με τις κλειστές διοργανώσεις των EuroLeague και EuroCup, αποφάσεις που οι ίδιες οι ομάδες ζήτησαν και απαίτησαν, προκειμένου να αυξήσουν και τα έσοδα αλλά και το brandname τους σταθερά.

 

Συνολικά, 36 παίκτες είχαν αποχωρήσει ήδη μέχρι και τα μέσα Μαρτίου από τη χώρα μας, με τις κυριότερες περιπτώσεις να είναι οι:

 

Οι περιπτώσεις απόκτησης ξένων παικτών πλέον για τους συλλόγους της χώρας μας έγκειται στην αναγνωρισιμότητά τους και στη διάθεσή τους να αποδείξουν πως μπορούν να σταθούν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Η έξοδος του Ολυμπιακού από τη Basket League πριν από 2 περίπου χρόνια έχει ρίξει πολύ την ποιότητα του προϊόντος. Μπορεί να έχει ανεβάσει τον ανταγωνισμό (ο Προμηθέας και το Λαύριο δεν θα διεκδικούσαν ποτέ πρωτάθλημα και με τους δύο «αιωνίους» παρόντες) αλλά μόνο εξαιτίας της ριζικής μεταβολής στην ποιότητα, με την 5η καλύτερη ομάδα να γίνεται θεωρητικά η 4η, με την 10η να γίνεται 9η και ούτω καθ’ εξής.

Το μοναδικό όπλο που είχε η λίγκα ήταν το brandname των ομάδων της, αφού ακόμα και σήμερα -και παρ’ όλες τις στενότητες- η φήμη των Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ, Άρη και ΠΑΟΚ είναι ικανές να επιφέρουν δυσβάσταχτες μνήμες στο μυαλό πολλών Ευρωπαίων.

Ωστόσο, το brandname έχει άμεση συνάρτηση με τη γενιά και την επιβίωση του οργανισμού σε κάθε μια από αυτές.

Δυστυχώς, η Θεσσαλονίκη και η τρομερή συμβολή της στο μπάσκετ της χώρας δεν έχει πια καμία σημασία στο μυαλό ενός 20χρονου Αμερικάνου που ίσως να μη ξέρει καν που βρίσκεται η Ελλάδα.
Δυστυχώς, η Αθήνα δεν έχει πλέον τη δύναμή της στο ευρωπαϊκό στερέωμα με την πτώση των εκπροσώπων στην EuroLeague, αν και κάποτε ίσως ήταν η πιο κερδοφόρα μπασκετική χώρα της Γηραιάς Ηπείρου.

Το χειρότερο όμως, είναι το γεγονός πως αυτή η κατάσταση δεν επηρεάζει μόνο τους ξένους, αλλά και τους Έλληνες.

Σύμφωνα με ιταλικά δημοσιεύματα, η Pau Orthez -που απέχει μόλις μια νίκη μακριά από τον υποβιβασμό στη Γαλλίαφαίνεται πως έχει συμφωνήσει σε όλα με τον Γιάννη Κουζέλογλου του Άρη, που βλέπει στο εξωτερικό την ευκαιρία της αγωνιστικής και οικονομικής ανέλιξης που δεν είχε πάντα απέναντί του στην Ελλάδα.

Σήμερα, ο Νίκος Χουγκάζ -για παράδειγμα- απολαμβάνει το μπάσκετ στον Ιωνικό Νικαίας, όντας εξαιρετικός σε ένα εξαιρετικό περιβάλλον.
Αύριο;
Σε δύο μέρες;
Σε δύο χρόνια;
Μπορεί να υπάρξει ενδιαφέρον από το εξωτερικό.
Και τότε, ένα νεαρό παιδί που έχει βιώσει όλη την κατρακύλα του εγχώριου βίου ίσως να μη διστάσει να κυνηγήσει το όνειρό του.

Και είναι χρέος της Ελλάδας να μην αφήσει τον κάθε Χουγκάζ να παρερμηνεύσει το όνειρο του εξωτερικού με τη μεταγραφή σε μια αδιάφορη ομάδα που παλεύει για τη σωτηρία της.
Μπορεί να είναι οικονομικά ισχυρότερη, μπορεί να είναι ποιοτικά ισχυρότερη, αλλά το όνειρο μπορεί να γίνει εφιάλτης πολύ γρήγορα.

Δεν ευθύνεται κανένας Κουζέλογλου που επιθυμεί να φύγει. Δεν ευθύνεται κανένα όνειρο και καμία επιθυμία. Ίσα ίσα που είναι πανέμορφο.
Ευθύνεται όμως, το προϊόν μιας χώρας και μιας πολιτείας που είναι ανάξιο να υπερασπιστεί τις ομάδες και τους αθλητές που παράγονται.

5 μήνες μετά το lockdownοι ακαδημίες των ταλέντων είναι ακόμα κλειστές.
5 μήνες μετά το lockdown, δεν υπάρχει ψυχή στα γήπεδα.
5 μήνες μετά το lockdown, ο Τόλα αγωνίζεται για πρώτη φορά και ίσως και τελευταία κόντρα στον ΠΑΟΚ την περασμένη Κυριακή.

Η Ελλάδα είναι ένας μεσάζοντας πλέον για την Ευρώπη όχι μόνο μπασκετικά.

Ας είναι τουλάχιστον ένας υπερήφανος μεσάζοντας με πλάνο, με σύνεση, με όρεξη και μεράκι για αυτό που κάνει.
Ας είναι ένας μεσάζοντας που -δεν θα αναγκάζει φυσικά τους παίκτες να μείνουν παρά τη θέλησή τους- θα κάνει εύκολη και γεμάτη εξέλιξη την τριβή τους.
Ας είναι ένας μεσάζοντας αξιομνημόνευτος, και όχι ένας που δεν θα αναφέρει ποτέ κανείς ξανά.
Ας είναι ο Henry James «Miami» Beach και όχι ο Norman Sheffield.

Γιατί σε λίγα χρόνια, η κατάσταση ίσως να είναι χειρότερη.