Δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγες ώρες από την επισημοποίηση της μεταγραφής του Jehyve Floyd στη Fenerbahce μετά την κοινεί συναινέσει απόφαση του Αμερικανού με τον Παναθηναϊκό για τον τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας, που επρόκειτο να διαρκέσει μόλις μερικούς μήνες.
Μια εξέλιξη που μόνο κακό μπορεί να κάνει στο «τριφύλλι» τόσο στο άμεσο μέλλον όσο και σε βάθος χρόνου.

Ξεκινώντας με τις εύκολες απαντήσεις, ο πρώην παίκτης των Λάρισας και Προμηθέα Πατρών δεν είναι ο καλύτερος center στην Ευρώπη -ούτε καν στο «πράσινο» ρόστερ- και πιθανότατα δεν θα γίνει ποτέ ένας πραγματικά ελίτ center δίχως αδυναμίες στο επιθετικό και αμυντικό κομμάτι του παιχνιδιού.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δε θα μπορέσει να εξελιχθεί σε ένα (πολύ) χρήσιμο και περιζήτητο γρανάζι για τον ρόλο του back up 5 για κάθε contending ομάδα του ανώτατου ευρωπαϊκού επιπέδου.

ΕΠΙΘΕΣΗ

Ο απόφοιτος του Holy Cross απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως ένας καλός με τη γενικευμένη έννοια του όρου επιθετικός, αλλά είναι κάλλιστα ένας τίμιος και «φθηνός» από κάθε άποψη finisher.

Φέτος, επιχειρεί μόλις 2 σουτ και ταξιδεύει άλλη μία στη γραμμή των βολών ανά βραδιά σουτάροντας εν γένει με 58% στο ζωγραφιστό -σε ένα πολύ θετικό δείγμα- ενώ την ίδια στιγμή του TS%, η αναλογία που προσμετράει μαζί κάθε σουτ (δίποντο, τρίποντο, βολή), γράφει 52% -μια εξαιρετικά ουσιαστική μαθηματική ματιά αν σκεφτεί κανείς πως είναι τραγικός στις βολές του (47% γενικά φέτος/ 43% στην EuroLeague/ 54% καριέρα).
Οι προσπάθειές του πέρα για πέρα εύκολες -στο φινάλε τους δηλαδή, όχι στο rolling στο PnR για παράδειγμα- παρά το μικρό του δέμας (2.03 μέτρα) για τη θέση, με την κύρια γραμμή επιθετικής του απόχρωσης να έγκειται στον εγωισμό και το hustle του -με τον Δημήτρη Πρίφτη να μην τον ξεκλειδώνει ως PnR roller αλά Gist ή Lasme σε κανένα σημείο της μικρής τους συνεργασίας.

Συγκεκριμένα, οι προσπάθειες/ καλάθια του επέρχονται κυρίως μετά από κάποιο επιθετικό ριμπάουντ, την… σπεσιαλιτέ δηλαδή στο βιογραφικό του.

Αν κοιτάξει κανείς την απλή στατιστική, πιθανότατα δεν θα εντυπωσιαστεί από το 1 επιθετικό ριμπάουντ που καταγράφει στην Ευρώπη -παρά το γεγονός ότι μπορεί να χαρίσει από 2 μέχρι 3 πόντους στην ομάδα του ή κάποιο φάουλ στη νέα επίθεση.
Ωστόσο, μαζεύει 1 σε 10 λεπτά παρουσίας ή 0.1 ανά λεπτό ή πιο σωστά το 11% των χαμένων σουτ των συμπαικτών του, κάτι που αποτελεί και την κορυφαία επίδοση στους νταμπλούχους Ελλάδος και που ταυτόχρονα ξεπερνάει το 70% των παικτών της EuroLeague!

Αν είχε ρυθμούς και χρόνο συμμετοχής ενός βασικού, θα μετρούσε -θεωρητικά πάντα- 4 επιθετικά ριμπάουντ ανά 40 λεπτά, ενώ οι υπόλοιποι centers του Παναθηναϊκού -οι Παπαγιάννης και Evans– 5 αθροιστικά…
Δεν είχε όμως. Και όχι μονάχα γιατί «αδικήθηκε» αλλά γιατί δεν έχει το πακέτο εκείνο που θα τον κρατήσει στο παρκέ.
Δεν έχει φερ’ ειπείν την τάση του Παπαγιάννη και του Evans να τελειώνουν φάσεις πάνω από τη στεφάνη χάρις τη σωματική τους διάπλαση, δεν έχει και τη θέληση του πρώτου να ανοίγεται πολλάκις στο δίποντο με το θελκτικό του σουτ από το mid range.

Ακόμα και έτσι όμως, ο rookie στην EuroLeague έχει το 8ο καλύτερο Offensive Rating (μιεχ) με 98.5 πόντους ανά 100 κατοχές.
Το ανησυχητικό για τον ΠΑΟ; Περνάει τους Παπαπέτρου και Perry

AMYNA

Aυτή τη στιγμή, ο Floyd δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας αμυντικός ογκόλιθος ούτε ο αμυντικός playmaker που θα μπορεί να καθοδηγήσει όλη την αμυντική πνοή -και μάλλον δε θα γίνει και ποτέ σαν τον Hines, παρά τα σωματικά τους κοινά.
Ωστόσο, είναι ένας παίκτης ενέργειας και επαφής, μπορεί να αφυπνίσει το κοινό με μια τάπα (3% τάπες/ 3η καλύτερη επίδοση) ή να παραμείνει περισσότερο στο παρκέ χάρις την ικανότητά του να κονταίνει στους «κοντούς» και να δυναμώνει με τους «ψηλούς» ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Η μαθηματικά άσχημη άμυνα του «τριφυλλιού» -που δέχεται πληθώρα πόντων από την επίθεσή του- δέχεται 115 πόντους ανά 100 κατοχές στην EuroLeague αλλά «μόνο» 111 όταν βρίσκεται ο JF στο παρκέ (3η καλύτερη επίδοση, εν τη παρουσία του οποίου δέχεται 20.5 πόντους ανά 19 κατοχές του αντιπάλου σύμφωνα με το 3stepsbasket (1.1 πόντοι ανά κατοχή).

Γενικότερα, δεν είναι καλός ριμπάουντερ -κάτι λογικό με το ύψος του σε μια Γηραιά Ήπειρο που δεν κονταίνει τελείως-, δεν είναι έμπειρος, δεν ελέγχει πολλάκις την… όρεξή του με αποτέλεσμα να πράττει και μετέπειτα να σκέφτεται (2 φάουλ μέσο όρο/ 0.2 φάουλ ανά λεπτό/ 7 φάουλ ανά 40 λεπτά).
Παρ’ όλα αυτά όμως, η αθλητικότητά του, ένα στοιχείο που παραδοσιακά δε θέλει να εκμεταλλευτεί ο ΠΑΟ (Hunter, Auguste, Bentil ως center κλπ), είναι ο κύριος οδηγός της σιγουριάς του να ζητήσει να φύγει από μια ομάδα που από άποψη rotation δεν τον υπολόγιζε αρκετά για να ζήσει σε ένα περιβάλλον που ζει και αναπνέει με το big ball στη frontline -αυτό της Fener και του Djordjevic.

Γιατί θα τραβάει τα μαλλιά του ο Παναθηναϊκός;
Όχι γιατί θα γίνει ποτέ του σταρ ή πρώτη -απαραίτητα- επιλογή μιας πρωτοκλασάτης και πλούσιας αρμάδας, αλλά επειδή δεν έχει σημαντικά αρνητικά στοιχεία που δεν επιδιορθώνονται όντας μόλις 24 ετών.

Είναι απαίσιος στις βολές του. Αν ανέβει όμως σταδιακά στο 60% και το 65% -μέτρια αντικειμενικά ποσοστά- θα πάρει ευκαιρίες και μπάλες, όπου αν κρατήσει σφιχτά το tendency του 58% ευστοχίας στο ζωγραφιστό θα είναι η ίσως πιο φαρμακερή undersized μορφή του κορυφαίου επιπέδου της ηπείρου μας.

Είναι επιρρεπής στα φάουλ. Όταν αποκτήσει όμως την εμπειρία (3 χρόνια επαγγελματικής καριέρας/ 10 ματς στην EuroLeague) είναι μαθηματικά βέβαιο πως από τα 2 φάουλ ανά 10 λεπτά θα μειωθεί διατηρώντας την ίδια ενέργεια και know how. Και άντε να του βάλεις εύκολα καλάθι μετά…

Είναι ανύπαρκτος σουτέρ. Πιθανότατα θα είναι για πάντα έτσι, αλλά αν καταφέρει έστω να δίνει screens στο high post τακτικά και να βγαίνει εκεί για τα hand offs του, τότε θα αναγκάζει τον αντίπαλο center -πιθανότατα πιο βαρύ- να βγει από το paint, κάτι που θα διαμορφώσει καλύτερα τις συνθήκες για ένα PnR.

Οι μεγάλες ομάδες του Παναθηναϊκού -εκτός του γηγενούς στοιχείου που προσέδιδε μια έτοιμη εμπειρία του περιβάλλοντος- είχαν σούπερ σταρ αλλά είχαν και μερικούς από τους πλέον σπουδαίους ρολίστες -ή «δεύτερους», όπως θέλετε- στην ιστορία της EuroLeague όπως οι Τσαρτσαρής, Nicolas και Jasikevicius (αμφιλεγόμενο το αν ήταν «δεύτερος» ο τελευταίος, το σέβομαι), που μπορούσαν να κάνουν (πάρα) πολλά στο παρκέ.

Και αν η καλύτερη πορεία του μετά το 2016, όταν έγινε πιο αντικειμενικό το μοτίβο της διοργάνωσης, είναι το 1-3 με τη Real Madrid, όταν είχε ένα από τα πιο πλήρη ρόστερ της μετά Obradovic εποχής -γεμάτο με σουτέρ, δημιουργούς και τίμιους αθλητές κάθε κάλλους- ίσως να πρέπει να αναρωτηθούμε επιτέλους τη σημασία του βάθους -δεν έχει σημασία το budget αλλά το πόσες τρύπες καλύπτονται- για την ανταγωνιστική πορεία μιας ομάδας…

Τέλος, χωρίς πολλά πολλά γιατί δεν αποκαλύπτει παρά μόνο ένα φάσμα της αλήθειας για την περίπτωση του Jehyve Floyd, ο καλύτερος undersized center στην ιστορία ενδεχομένως της EuroLeague, o Kyle Hines, στα 23 δεν είχε καλά καλά προσαρμοστεί στην Ιταλία και την Cremona Veroli ενώ ο κορυφαίος ριμπάουντερ της φετινής σεζόν, ο Γιώργος Παπαγιάννης, στα 22 του άρχισε να αποτελεί σημαντικό γρανάζι.