Οι τελικοί του ελληνικού πρωταθλήματος ολοκληρώθηκαν και βρήκαν τον Παναθηναϊκό να μην πανηγυρίζει για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια. Οι πρωταθλητές δεν μπόρεσαν να αλώσουν την έδρα του “αιωνίου” αντιπάλου για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, κάτι που (εν τέλει) τους στοίχισε τον τίτλο. Οι λίγες ποιοτικές επιλογές που είχε στα χέρια του ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι κάτι στο οποίο είχαμε αναφερθεί επανειλημμένως τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των τελικών.

Το basketblog.gr αξιολόγησε τους “πράσινους” παίκτες που αγωνίστηκαν σε αυτή τη σειρά απέναντι στον “αιώνιο” τελικό θέλοντας να κάνει τον απολογισμό της προσφοράς τους στα τελευταία πέντε παιχνίδια της σεζόν.

ΑΛΕΚΣ ΜΑΡΙΤΣ:
Ο Σερβοαυστραλός σέντερ συνέχισε στις (πολύ) χαμηλές πτήσεις που μας είχε συνηθίσει καθ όλη τη διάρκεια της σεζόν. Σε καμία περίπτωση δεν δικαιολόγησε τη θέση του στο “πράσινο” ρόστερ, ούτε μπόρεσε να κάνει τη διαφορά σε ένα τουλάχιστον παιχνίδι. Πέρυσι ήταν ο παίκτης που έγειρε την πλάστιγγα στο “διπλό” στον 1ο τελικό του πρωταθλήματος, αλλά φέτος δεν κατάφερε να δείξει σε κανένα παιχνίδι των τελικών πως μπορούσε να αποτελέσει μία αξιόπιστη λύση στο ροτέισον.

ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΕΡΠΕΡΟΓΛΟΥ:
Αποτέλεσε τον παίκτη στον οποίο στηρίχθηκε ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς για τη θέση του small forward από τη στιγμή που ο Ρομέιν Σάτο ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Ο Περπέρογλου έδωσε λύσεις (κυρίως) με το περιφερειακό του σουτ αφού ήταν από τους λίγους “πράσινους” που σούταραν με συνέπεια από τη γραμμή του τριπόντου. Προσπάθησε πολύ να κάνει αισθητή την παρουσία του, αλλά οι πολλές λύσεις του Ολυμπιακού στην ίδια θέση δεν του επέτρεψαν να είναι ακόμα πιο καταλυτικός για την ομάδα του.

ΜΑΪΚ ΜΠΑΤΙΣΤ:
Ο “μπουλντόζας” δεν ήταν αυτός των περασμένων ετών, αλλά και πάλι ήταν σημείο αναφοράς στην “πράσινη” επίθεση. Δεδομένου του γεγονότος πως τόσο ο Μάριτς (κυρίως) όσο και ο Βουγιούκας (δευτερευόντως) δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν και να του δώσουν την ευκαιρία να ξεκουράζεται όσο πρέπει έτσι ώστε να είναι πιο αποδοτικός και “φρέσκος” στα κρίσιμα σημεία κάθε αναμέτρησης. Και πάλι, όμως, ο Μπατίστ ήταν συγκινητικός με αποκορύφωμα τον 4ο τελικό, εκεί όπου έκανε νταμπλ νταμπλ (23 πόντοι, 11 ριμπάουντ).

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΟΓΚΑΝ:
Ωσεί παρών! Ο Αμερικανός γκαρντ αποκτήθηκε με σκοπό να “γεμίσει τα παπούτσια” του Ντρου Νίκολας, αλλά δεν το πέτυχε σε καμία περίπτωση. Έχοντας πατήσει παρκέ (συνολικά) για μόλις 14’13” σε πέντε παιχνίδια δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά για την (μη) προσφορά του. Δεν δικαίωσε σε καμία περίπτωση τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς και τον Δημήτρη Ιτούδη που τον επέλεξαν πέρυσι και του εμπιστεύτηκαν θέση στο ρόστερ των πρωταθλητών Ευρώπης.

ΡΟΜΕΪΝ ΣΑΤΟ:
Πρόκειται για τη μεγάλη απογοήτευση αυτών των τελικών. Ο Κεντροαφρικανός ήταν πέρυσι ένας από τους στυλοβάτες του Παναθηναϊκού για την κατάκτηση του πρωταθλήματος Ελλάδος και της Ευρωλίγκα, αλλά φέτος μετά τα Χριστούγεννα παρουσιαζόταν όλο και χειρότερος με αποκορύφωμα τους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος. Δεν έδειξε καλό αγωνιστικό πρόσωπο με αποτέλεσμα (φυσιολογικά) να μειωθεί ο χρόνος συμμετοχής του.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΡΤΣΑΡΗΣ:
Όσο περνούν τα χρόνια ο πολύπειρος φόργουορντ “βαραίνει” και γίνεται πιο αργός. Κανείς δεν μπορεί, άλλωστε, να τα βάλει με τη φύση και αυτό είναι ένα στοιχείο που φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό καλό Τσαρτσαρή που “σκότωνε” του αντιπάλους του Παναθηναϊκού με το φαρμακερό του σουτ τριών πόντων και την ικανότητά του να διαβάζει καλά το παιχνίδι βρίσκοντας εύκολα τον ελεύθερο παίκτη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ:
Ήταν αρχηγός με τα όλα του. Σίγουρα δεν βρέθηκε στην εξαιρετική κατάσταση των περσινών τελικών, αλλά και πάλι ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του τριφυλλιού. Μπορεί να μην ήταν εύστοχος από την περιφέρεια, αλλά σε κάθε περίπτωση προσπάθησε να βοηθήσει τον Παναθηναϊκό με όποιο τρόπο μπορούσε, είτε “ταΐζοντας” τους συμπαίκτες του, είτε παίζοντας υποδειγματική άμυνα πάνω στον Βασίλη Σπανούλη.

ΙΑΝ ΒΟΥΓΙΟΥΚΑΣ:
Με εξαίρεση το 1ο παιχνίδι, όπου σημείωσε 20 πόντους, δεν έδειξε πως μπορεί να κάνει την διαφορά και να αποτελέσει μία ακόμα αξιόπιστη λύση στην “πράσινη” ρακέτα. Είχε μεγάλη δυσκολία αμυντικά απέναντι στον Χάινς και αυτό ήταν κάτι που περιόρισε σημαντικά την παρουσία του στον αγωνιστικό χώρο. Είναι χαρακτηριστικό πως εκτός από το πρώτο παιχνίδι των τελικών, στα επόμενα τέσσερα αγωνίστηκε για περισσότερο από οκτώ λεπτά.

ΝΙΚ ΚΑΛΑΘΗΣ:
Στους τρεις πρώτους τελικούς ήταν ένας από τους χειρότερους παίκτες του Παναθηναϊκού. Στα τελευταία δύο παιχνίδια, όμως, ανέβασε την απόδοσή του και ειδικά στον πέμπτο τελικό ήταν ο παίκτης που κράτησε όρθιο το τριφύλλι στο πρώτο ημίχρονο (15 πόντοι). Είναι δεδομένο, όμως, πως ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς περίμενε σαφώς περισσότερα από εκείνον αφού με τις περσινές του εμφανίσεις είχε ανεβάσει τον πήχη των απαιτήσεων.

ΣΤΙΒΕΝ ΣΜΙΘ:
Σε καμία περίπτωση δεν κάλυψε το (τεράστιο) κενό που άφησε μετά την αποχώρησή του ο Αντώνης Φώτσης. Παρουσιάστηκε διπρόσωπος στα παιχνίδια του ΟΑΚΑ και σε αυτά του ΣΕΦ. Όταν ο Παναθηναϊκός έπαιζε εντός έδρας έδινε λύσεις είτε με τα ριμπάουντ είτε σκοράροντας. Αντίθετα, στις τρεις αναμετρήσεις στην έδρα του “αιωνίου” αντιπάλου δεν πρόσφερε σχεδόν τίποτα αφού ήταν απλή αναφορά στο φύλλο αγώνος.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΪΜΑΚΟΓΛΟΥ:
Έμοιαζε να παλεύει μόνος του στη θέση του πάουερ φόργουορντ απέναντι σε Άντιτς και Πρίντεζη. Κάτι παραπάνω από μαχητικός, αλλά δεδομένων των περισσότερων επιλογών που είχε ο Ολυμπιακός στη συγκεκριμένη θέση, δεν είχε την ευκαιρία να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του τριφυλλιού. Βελτιώθηκε πάρα πολύ τη φετινή σεζόν και αυτό φάνηκε στους τελικούς, όπου μαζί με τους Διαμαντίδη – Περπέρογλου – Μπατίστ αποτέλεσε την βάση του “πράσινου” ροτέισον.

ΣΑΡΟΥΝΑΣ ΓΙΑΣΙΚΕΒΙΤΣΙΟΥΣ:
Η ταχύτητα των “ερυθρόλευκων” και η μεγαλύτερη ενέργεια που έβγαζαν στο παρκέ υπερκάλυψαν τη διαφορά εμπειρίας και ποιότητας με τον Σάρας. Ο Λιθουανός είχε κλειστεί καλά από την άμυνα των Πειραιωτών και δεν βρήκε τον χώρο και τον χρόνο να δράσει και να “τραβήξει” στο σκοράρισμα. Ειδικά στον 5ο τελικό δεν εκμεταλλεύτηκε το καλό περιφερειακό του σουτ, αφού πήρε μόλις… τρεις προσπάθειες (1/1 δίποντα, 0/2 τρίποντα).