Όπως έχουμε αναφέρει (πάρα) πολλές φορές, το τρανό πρόβλημα του Παναθηναϊκού, αυτό που σμπαραλιάζει κάθε τι άλλο, είναι η επιθετική του μετριότητα που πηγάζει από το γεγονός πως διαθέτει ελάχιστους σουτέρ.

Έστω και θεωρητικά, λύσεις υπάρχουν ακόμα και με αυτό το αρνητικό πρόσημο για να παραχθεί ένα ικανοποιητικό range, που θα αναγκάσει τον εκάστοτε αντίπαλο να βγει από τη βολή του, να κινηθεί, να απομακρυνθεί και εν τέλει να ανοίξει χώρους για πολλές και διαφορετικές συνθήκες (post up, drive, iso, drive n kick κλπ) -με το small ball, σήμα κατατεθέν για να μη ξεχνάμε του Δημήτρη Πρίφτη στη θητεία του στην UNICS Kazan, να είναι ο κύριος αρωγός όλων αυτών.
Ωστόσο φέτος, ο Έλληνας τεχνικός, μετά από πολλά χρόνια και επιτυχίες, έχει πάρει την απόφαση να στραφεί στα ψηλά σχήματα στη frontline του (ένας κλασικός center + ένας κλασικός PF), κάτι που βυθίζει ακόμα περισσότερο την επιθετική νότα του «τριφυλλιού».

Πριν φτάσουμε όμως, στα όσα προκαλεί στο σκοράρισμα, ας προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε τους λόγους.

Τα τελευταία χρόνια, και συγκεκριμένα από τη σεζόν 2016-17, όταν δηλαδή τέθηκε σε εφαρμογή το σύστημα πρωταθλήματος στο θεσμό, ο Παναθηναϊκός είχε κατά σειρά την 6η, 9η, 13η, 18η και 5η καλύτερη συγκομιδή αναφορικά με τα επιθετικά ριμπάουντ που παραχωρεί στον εκάστοτε αντίπαλό του στην Ευρώπη, με την περσινή να είναι η κορυφαία όλων.

Πώς έγινε αυτή η μετάβαση πέρυσι επί Oded Kattash;
Στράφηκε στα ψηλά σχήματα, με Aaron White στο 3 και Ντίνο ΜήτογλουΓιώργο Παπαγιάννη στη frontline, σφραγίζοντας τις δεύτερες ευκαιρίες παραδίδοντας μόνο 9 «σκουπίδια» στην ρακέτα του ανά βραδιά (από 18 μέχρι 27 πόντους).

Έτσι, ο Έλληνας τεχνικός είναι πολύ πιθανό να ήθελε να αποφύγει την αιώνια αυτή πληγή της ομάδας του, και το «πάντρεμα» δύο centers στη σύγχρονη εποχή του μπάσκετ θα έλυνε τόσο το πρόβλημα των επιθετικών ριμπάουντ (10η καλύτερη επίδοση) όσο και του rim protection (7η καλύτερη επίδοση σε αντίπαλη ευστοχία στα δίποντα/ 5η καλύτερη στις τάπες).
Ταυτόχρονα όμως, η αθηναϊκή ομάδα πέρυσι με το big ball του coach Kattash ήταν 9η σε επιχειρούμενα τρίποντα (25 ανά ματς), 10ος σε εύστοχα (9 ανά ματς) και 15ος σε ευστοχία (36%), την ίδια στιγμή που πετύχαινε μόλις 28 καλάθια σε 63 σουτ (44% ευστοχία/ χειρότερη επίδοση) -σε μια απόδειξη πως αυτή η τακτική προστάτευε μεν το καλάθι πιο πολύ αλλά ήταν ανίκανη να πετύχει στην επίθεση, αφού το σκοράρισμα με το κάκιστο spacing δεν κέρδιζε κανένα όφελος.

Περνώντας ξανά στο σήμερα, είναι αρκετά ασφαλές να ισχυριστεί κανείς πως το big ball δε λειτουργεί καλά για τους «πράσινους», που είναι η 6η χειρότερη ομάδα σε πόντους (72.5 ανά βραδιά), η 2η χειρότερη σε ασίστ (13 ανά βραδιά) και 7η χειρότερη σε ευστοχία από μακρινή απόσταση -στοιχεία που δε θα αλλάξουν με το υπάρχον ρόστερ ακόμα και όταν «δεθεί» το σύνολο…

Αυτή τη στιγμή, ο Παναθηναϊκός με τα ψηλά σχήματα στη frontline -και γενικότερα, όταν κατεβαίνει ο Okaro White στο 3- παίρνει από τους «ψηλούς» του (White, Floyd, Evans, Παπαγιάννη, Καββαδά) 4 τρίποντα ανά βραδιά, ενώ, αν αφαιρεθούν τα πεπραγμένα του πρώτου, αντλεί μόλις 1 από τους υπόλοιπους 4!

Έχουμε τονίσει ξανά πως σουτ από σουτ διαφέρει, όπως άλλωστε διαφέρουν και οι συνθήκες κατά τις οποίες γίνονται.

  • Ως πεντάρι, το σουτ από μέση απόσταση του Γιώργου Παπαγιάννη είναι μια εξαιρετική επιλογή για το «τριφύλλι», αφού θα αναγκάζει από ένα σημείο και μετά τον προσωπικό του αντίπαλο να απομακρύνεται από το ζωγραφιστό -και γι’ αυτό θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αν έβγαινε και στο τρίποντο.
  • Ως τεσσάρι, το πενιχρό σουτ του Jeremy Evans δεν προσβάλλει τα γρηγορότερα πόδια κανενός PF στη Γηραιά Ήπειρο, που θα το ρισκάρει ξανά και ξανά. Αν ανέβαινε όμως, στο 5 (έχοντας και τα σωματικά προσόντα για να το κάνει και αμυντικά), η ικανότητά του προφανώς δεν θα βελτιωνόταν μαγικά, αλλά ζώντας στην περίμετρο (hand off, screens) θα έβγαζε από τα νερά του τον αντίπαλό του, που θα έβγαινε στο δίποντο πιο συχνά από όταν ο Αμερικανός παραμένει στο ζωγραφιστό.

Χαρακτηριστική είναι φυσικά η χθεσινή βραδιά κόντρα στη Zalgiris, όπου οι νταμπλούχοι Ελλάδος προτίμησαν τα ψηλά σχήματα ακόμα και όταν οι Λιθουανοί κόνταιναν απότομα.

Το αποτέλεσμα;
Ήλεγξαν μεν τα ριμπάουντ (+5), αλλά οι γηπεδούχοι εκτελούσαν με 35% σε 29 προσπάθειες από το τρίποντο και είχαν 19 ασίστ για 9 λάθη σε 26 καλάθια, ενώ από την άλλη μεριά, ο Παναθηναϊκός είχε μόλις 33% από μακρινή απόσταση και 13 ασίστ για 13 λάθη σε 21 καλάθια…
Ταυτόχρονα, οι 20 από τους 76 πόντους που δέχθηκε προήλθαν είτε στο ανοιχτό γήπεδο είτε από δικά του λάθη, με την ομάδα του Zdovc να βρίσκει από την επίθεση των φιλοξενούμενωv το 26% των συνολικών της πόντων!

Αν χαμηλώσει το σχήμα του, ο Παναθηναϊκός δεν θα πάρει τηv EuroLeague και -δεδομένης της αποκαρδιωτικής του εκκίνησης- μάλλον δεν θα προλάβει ούτε το τραίνο των Playoffs.
Ωστόσο, θα ήταν αισθητά καλύτερος στην επίθεση.
Και αν το έκανε αυτό, τότε θα φαινόταν και στον πίνακα του σκορ η πολύ καλή δουλειά που γίνεται στην άμυνα, η οποία προς το παρόν φθείρεται από το σκοράρισμα.