Το επάγγελμα του οικοδόμου είναι ένα από τα πλέον δύσκολα όσο και αξιοσέβαστα στις κοινωνίες μας, με τους ανθρώπους αυτούς να δουλεύουν καθημερινά κάτω από αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες προκειμένου να φέρουν εις πέρας την αποστολή δημιουργίας σπιτιών, κτιρίων, γηπέδων κλπ όπου όλοι οι υπόλοιποι θα περνούν τη δική τους μέρα στο εξής.
Και στο πρόσωπο του Arturas Gudaitis ο Παναθηναϊκός ελπίζει πως βρήκε το δικό του οικοδόμο, τον άνθρωπο που θα είναι πρόθυμος να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά ακόμα και όταν οι καταστάσεις δε φαντάζουν οι καλύτερες δυνατές, ακόμα και αν το όνομα και η δουλειά του ξεχαστούν σύντομα…

Πριν από μερικές ώρες λοιπόν, το τριφύλλι τα βρήκε σε όλα και επίσημα με τον Λιθουανό σέντερ για τον επόμενο χρόνο και κατόρθωσε να γεμίσει με αυτόν τον τρόπο απότομα και δυναμικά την ρακέτα του. Μπορεί πίσω από τον Γιώργο Παπαγιάννη να βρίσκεται πλέον ένας παίκτης που δεν προσφέρει πάρα πολλά διαφορετικά στοιχεία στο κοινό τους παλμαρέ και να μη μπορεί να ανοίξει το γήπεδο με το καλό του σουτ από μέση και μακρινή απόσταση, αλλά η ποιότητα του νεότερου μεταγραφικού του αποκτήματος θωρακίζει το εκατέρωθεν ζωγραφιστό με μια πληθωρική παρουσία, η οποία μοιάζει πολύ δύσκολη να θεωρηθεί σε οποιαδήποτε στάδιο της χρονιάς ως «αποτυχημένη μεταγραφική κίνηση».

Καλός finisher

Όντας 2.08 μέτρα και ζυγίζοντας 115 κιλά γίνεται άμεσα αντιληπτό το γεγονός πως ο Gudaitis είναι ένας από τους πιο δυναμικούς και ογκώδεις από πολλές σκοπιές «ψηλούς» αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό μπασκετικό γίγνεσθαι, με τον Λιθουανό μάλιστα να χρησιμοποιεί το εν λόγω προτέρημά του διαρκώς στο επιθετικό παιχνίδι του.

Ο γεννημένος στη Klaipeda «ψηλός» είναι αφενός πολύ δυναμικός στα πατήματά του προς το αντίπαλο καλάθι και αφετέρου εξαιρετικά αποτελεσματικός στο να απορροφάει την επαφή και να τελειώνει τη φάση καίρια πάρα το φάουλ ή τη σκληρή άμυνα που του γίνεται -ειδικότερα σε πιο κοντούς και αδύναμους παίκτες, από τους οποίους δε μπορεί να περιοριστεί φυσικά σε κανένα σημείο.

Αν και οι επιδόσεις του στο κομμάτι του ριμπάουντ θα σχολιαστούν κατά τις επόμενες γραμμές, αξίζει να αναφερθεί πως ένας κύριος όγκος των επιθετικών του τροφοδοτήσεων προέρχεται από τη μεστότητά του στα επιθετικά ριμπάουντ, αφού αρπάζοντας σταθερά το 5%-6% των χαμένων σουτ των συμπαικτών του τα τελευταία χρόνια ήταν ικανός να ανανεώνει -τόσο για τον εαυτό του όσο και για τον περίγυρό του- πληθώρα επιθέσεων. Ειδικότερα αν έχει πάρει ήδη τη θέση του στο αντίπαλο καλάθι οι πιθανότητες επιτυχίας του είναι ακόμα πιο μεγάλες.

Κερδισμένα φάουλ Gudaitis:

  • 4 ανά βραδιά από το 2017 | 117 ματς και 20 λεπτά κατά μέσο όρο.
  • 3.4 στην καριέρα του – 494 συνολικά | τα 309 (το 63% τους είναι για βολές).

Ωστόσο, η κυρία φαρέτρα του είναι άλλη…

Μπορεί η τάση του να μειώνεται σημαντικά σε σχέση με το -όχι τόσο μακρινό- παρελθόν αλλά το PnR πάντα θα αποτελεί μια από τις πιο… φονικές και αποτελεσματικές μεθόδους επιθετικής ανάπτυξης στα πέρατα του μπάσκετ. Και ο Gudaitis δείχνει να το γνωρίζει πολύ καλά αυτό.

Όντας ένας παίκτης δίχως ιδιαίτερη έφεση και επιθυμία στο σουτ από κάθε χιλιομετρική απόσταση (3 εύστοχα τρίποντα σε 10 απόπειρες τόσα χρόνια στην EuroLeague), ο Gudaitis έχει καταφέρει μέσα στα χρόνια να εξελιχθεί σε έναν από τους πλέον αποτελεσματικούς rollers στη Γηραιά Ήπειρο. Δεν είναι απλά ότι έχει τεράστια τάση στο PnR -με τον δυνατό του κορμό να του χαρίζει περισσότερο χρόνο για να ρολάρει στην αντίπαλη ρακέτα- αλλά είναι και ένας πάρα πολύ καλός finisher με το συγκεκριμένο μοτίβο, βάζοντας δύσκολα στην αντίπαλη άμυνα, που αν πάρει την απόφαση να αλλάζει συνεχώς στα screens θα έχει αισθητό πρόβλημα απέναντί του.
Πέρυσι μόνο, ακόμα και αν δεν αγωνίστηκε πολύ στο κορυφαίο επίπεδο της EuroLeague ελέω της εισβολής των ρωσικών δυνάμεων στα ουκρανικά εδάφη που επέφερε και την αποχώρηση της Zenit (και των CSKA και Unics) από τη διοργάνωση, πρόλαβε να εκτελεί με 65% ευστοχίας στην αντίπαλη ρακέτα σε 71 σουτ και να βρει τα 45 από τα 46 συνολικά καλάθια του στο θεσμό στο «εχθρικό» ζωγραφιστό είτε μετά από PnR είτε μετά από ριμπάουντ.

Συνολικά, μέτρησε 1.5 πόντους ανά επιχειρούμενο σουτ -επίδοση που ξεπερνάει το 83% των υπολοίπων παικτών της EuroLeague– αλλά και 60% TS% -επίδοση που ξεπερνάει το 71% των υπολοίπων παικτών της EuroLeague– σύμφωνα με το 3stepsbasket.com. Μάλιστα, αν έβαζε και τις βολές του (career low πέρυσι με 50% σε 40 απόπειρες), το TS% -μια μονάδα που μετράει την ευστοχία όλων των σουτ σε μια ξεχωριστή μονάδα (δίποντα, τρίποντα, βολές)- θα άγγιζε ακόμα και το τρομερό 68%, που ξεπερνούσε το 94% των υπολοίπων παικτών της EuroLeague!

Ευστοχία σουτ στην ρακέτα:

  • 2021-2022: 65% σε 71 σουτ
  • 2020-2021: 61% σε 146 σουτ
  • 2019-2020: 54% σε 72 σουτ
  • 15ος σε ευστοχία διπόντων από το 2017 μέχρι σήμερα (61% ευστοχία)

 

 

 

Καλός ριμπάουντερ

Μπορεί στα μετόπισθεν να μην είναι και ο καλύτερος αμυντικός του κόσμου -με τις ομάδες του να δέχονται σταθερά πάνω από 110 πόντους ανά 100 κατοχές με αυτόν παρόντα- αλλά αναφορικά με τα ριμπάουντ, ο Λιθουανός είναι ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς «ψηλούς» στην Ευρώπη.

 

Defensive Rating ανά σεζόν:

  • 2021-2022: 109 πόντοι ανά 100 κατοχές
  • 2020-2021: 113 πόντοι ανά 100 κατοχές
  • 2019-2020: 111 πόντοι ανά 100 κατοχές

Σαφώς τα 3 αμυντικά «σκουπίδια» που μαζεύει ανά βραδιά από το 2016 και σήμερα στην EuroLeague να μην τρομάζουν ως νούμερο, αλλά θα πρέπει να κριθούν με βάση δύο παράγοντες:

  • Τον χρόνο που απολαμβάνει στο παρκέ.
  • Την ευχέρειά του στα ριμπάουντ σ’ αυτά τα λεπτά.

Αν λοιπόν, εξετάσει κανείς τα νούμερά του στο rebounding από αυτήν τη σκοπιά, θα διαπιστώσει πως είναι πολύ πιο αποτελεσματικός από αυτό που δείχνει η απλή στατιστική του υπηρεσία.

Συγκεκριμένα, στα 19 λεπτά που εμφανιζόταν στο παρκέ φέτος στην EuroLeague, o Gudaitis προλάβαινε να μαζέψει το 8% των συνολικών χαμένων σουτ των αντιπάλων του -επίδοση που ξεπερνάει το 74% των υπολοίπων παικτών της EuroLeague– και να μαζεύει περίπου 0.1 ριμπάουντ ανά κατοχή. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό πόσο θετικό είναι αυτό το νούμερο, αξίζει να αναφερθεί το γεγονός πως ο καλύτερος ριμπάουντερ της Ευρώπης βάσει αριθμών και βασικός του Λιθουανού στο φετινό Παναθηναϊκό, ο Γιώργος Παπαγιάννης, μετράει 1.2 αμυντικό ριμπάουντ ανά κατοχή.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί όμως, το απόλυτο όπλο του δεν είναι άλλο από την ικανότητά του στα επιθετικά ριμπάουντ, εκεί όπου μαζεύει σταθερά 2 κατά μέσο όρο τα τελευταία 5 του χρονιά στην EuroLeague.
Πέρυσι, μάζευε το 5% των χαμένων σουτ των συμπαικτών του -μια επίδοση που ξεπερνάει το 93% των υπολοίπων παικτών της EuroLeague- και χάριζε στην ομάδα του τη δυνατότητα να σκοράρει από 4 μέχρι 12 πόντους μετά από τα επιθετικά του ριμπάουντ σε κατοχές που ήταν ήδη αναποτελεσματικές.
Γενικότερα, μαζεύει 0.06 επιθετικά ριμπάουντ ανά κατοχή. Ο Παπαγιάννης 0.04.

 

 

 

Ρόλος

Η κορυφαία επιθετικά βραδιά στην καριέρα του στην EuroLeague δεν ήταν άλλη από την ημέρα που σκόραρε 25 ολόκληρους πόντους κόντρα στη νέα του ομάδα, τον ΠΑΟ, στο ΟΑΚΑ τη σεζόν 2020-21.

Τι κρατάμε από εκείνη την εμφάνιση πέρα από τα τρομερά αυτά νούμερα;
Την έφεσή του στο PnR και τη δυναμική του στη ρακέτα όπου τιμωρούσε εν πολλοίς τα hedge outs και τα switches των αντιπάλων «ψηλών» αλλά και το γεγονός πως τα 6 από τα 9 του καλάθια εκείνη την ημέρα γεννήθηκαν από δημιουργία του Kevin Pangos, ενός αυθεντικού shot creator.

Από τη στιγμή που μετά από πολλά χρόνια στο τριφύλλι υπάρχει επιτέλους ένας αυθεντικός playmaker, o Walters, ο Gudaitis έχει την ευκαιρία να αναδείξει ακόμα περισσότερο την ευχέρειά του στο σκοράρισμα μετά το PnR -με το γεγονός πως έπεσε 3 πόντους στους μέσους όρους των πόντων του (από 10 στους 7) κατά την περσινή χρονιά όταν ο Καναδός δοκίμαζε την τύχη του στο ΝΒΑ να μην είναι τυχαίο φυσικά…

 

 

 

Γενικότερα, αν και θεωρώ πως οι εικασίες για λεπτά συμμετοχής ακόμα δεν έχουν ιδιαίτερη βάση από αυτό το χρονικό σημείο της off-season, ο Gudaitis φαίνεται πως προορίζεται να παίζει 12-17 λεπτά ανά βραδιά πίσω από τον Παπαγιάννη, που όντας ένας από τους καλύτερους σέντερ στην EuroLeague αλλά και ένας από τους πιο ΝΒΑ ready παίκτες γενικότερα στη Γηραιά Ήπειρο λογικά έχει «κλειδώσει» για άλλη μια χρονιά στα 23-28 λεπτά.
Όπως συμβαίνει όμως και με την περίπτωση Bolomboy στον Ολυμπιακό, το βάθος σε μια θέση είναι αυτό που μπορεί να εκτοξεύσει την αποτελεσματικότητα κάθε ομάδας. Και στον Παναθηναϊκό κινούνται στον ίδιο δρόμο με τον» αιώνιο» αντίπαλό τους αναφορικά με τη δημιουργία ενός ρόστερ με πολλούς πενταδάτους.