Ο Δημήτρης Παγίδας αποτελεί μία από τις κορυφαίες μορφές στην ιστορία της ομάδας του Παπάγου.

Στην Αθηναϊκή ομάδα αγωνίστηκε από πολύ μικρός, πανηγυρίζοντας πολλές ανόδους και φτάνοντας να παίξει μέχρι και στην Α1 κατηγορία, ενώ διετέλεσε και προπονητής της το 2013, όπου τη βοήθησε να φτάσει από τη Γ’ στη Β’ Εθνική. Αποτελεί δηλαδή αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας των «μπλε».

 

Ο Δημήτρης Παγίδας ήταν καλεσμένος στο ΕΟΚ WebRadio και μίλησε για τα χρόνια του στον Παπάγο, αλλά και για μερικά πρόσωπα όπως, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Σιγάλας και ο Κώστας Μπογατσιώτης. Αναλυτικά είπε:

 

Για τις χρονιές του στον Παπάγο: «Αυτό που είχαμε εμείς, δεν το είχε κανείς άλλος. Ούτε το Περιστέρι, ούτε η Δάφνη, ούτε κανείς. Παίζαμε ωραίο μπάσκετ. Παίζαμε εξαιρετικά γρήγορα με τα zone press, τρέχαμε όλη την ώρα. Ερχόντουσαν από παντού να δουν μπάσκετ. Τρέχαμε συνέχεια, ήμασταν πρωτοπόροι σε αυτό που κάναμε. Ήμασταν ωραία παρέα. Ακόμα και στη Β’ ΕΣΚΑ μετά από παιχνίδι πηγαίναμε όλοι μαζί στην Ομόνοια για να πάρουμε εφημερίδες και να δούμε τι έγινε στα άλλα ματς, πόσους πόντους είχαμε κλπ. Ζούσαμε το μπάσκετ. Αν δεν κάνουμε κάτι μόνοι μας, ο προπονητής δε μπορεί να σε βοηθήσει μόνος του. Δεν είχαμε έχθρες, τα είχαμε καλά με όλους».

Για το μεγάλο σουτ του κόντρα στον Δημόκριτο: «Με τον Δημόκριτο, σε πλαστικό ακόμα το γήπεδό μας, γεμάτο το γήπεδο, χάνουμε έναν πόντο. Κάνει ένα drive ο Κουφός, «τραβάει» την άμυνα πάνω του και μου έδωσε τη μπάλα και πέτυχα γκολ-φάουλ! Ήμασταν μπροστά με 2 πόντους πια. Στην τελευταία φάση, οι αντίπαλοι έχασαν ένα σουτ που η μπάλα αναποδογύρισε δυο τρεις φορές στη στεφάνη. Πανηγυρίζαμε σαν τρελοί μετά».

Για τον Γιώργο Σιγάλα: «Η σχέση μου με τον Σιγάλα ήταν η αρχή ουσιαστικά για να πάω στον Ολυμπιακό. Με ήθελε ήδη δύο χρόνια πριν και τον έδωσαν δανεικό στον Παπάγο. Ο Γιώργος βρήκε τον Παπάγο ως μεγάλο σχολείο, ήταν ένα πολύ σκληρό παιδί χωρίς πολλά τεχνικά στοιχεία. Δούλεψε πάρα πολύ μόνος του, ήταν ένα παιδί που άρχισε να βλέπει το μπάσκετ από άλλη σκοπιά. Ερχόταν από τον Πειραιά, έκανε προπόνηση με το παιδικό, μετά έκανε με εμάς και μετά ακόμα και με το γυναικείο. Ερχόταν στις 4 και έφευγε στις 12, πολλές φορές είχαν τελειώσει ακόμα και τα λεωφορεία και του δίναμε λεφτά για ταξί. Το ήθελε πολύ, το είχε βάλει στόχο».

Για την προπονητική: «Είμαι στον Ωρωπό αυτή τη στιγμή, έχω πάρει τις Ακαδημίες. Πέρυσι είχα μια πειραματική σεζόν στη Δ’ ΕΣΚΑ, όταν στελέχωσα την ομάδα με παιδιά και εφήβους μέχρι 24 ετών. Φέτος, πάμε για άνοδο με την ίδια ομάδα. Κάθε φορά που φεύγω από μια ομάδα, νιώθω πως υπάρχει ένας ήλιος πια εκεί, πως έχω κάνει μια όμορφη δημιουργία. Ο γονιός δεν πρέπει να αγχώνουν τα παιδιά πως πρέπει να κερδίσουν, πρώτα πρέπει να μάθουν το παιχνίδι και μετά πως να κερδίσουν και να αγωνιούν για το μπάσκετ. Οι προπονητές να κοιτούν πρώτα τα παιδιά και μετά να βάζουν τους στόχους τους. Πρώτα πρέπει να τα καθοδηγήσουν και μετά όλα τα άλλα έρχονται».

Για την άνοδο στην Α1: «Το 1978 ιδρυθήκαμε, το 1980 φτιάχτηκε το γήπεδο, το 1990 ανεβήκαμε Α1. Ήταν θαύμα, μεγάλο σχολείο οι εθνικές κατηγορίες. Μεγάλο σχολείο η ΕΣΚΑ και μεγάλη ευλογία. Ήμασταν τόσο καλοί αλλά κάναμε περίπατο, περνούσαμε «νερό» τις κατηγορίες. Έναν καλό παίκτη δε μπορείς να τον πας απευθείας στις εθνικές κατηγορίες, θα ήταν καλύτερο να περάσει πρώτα από την ΕΣΚΑ για ένα-δύο χρόνια. Θα τον «καταπιούν» αν πάει τώρα Β’ και Γ’».

Για τον Κώστας Διαμαντόπουλο: «Είναι άνθρωπος πάνω απ’ όλα. Ένας μπασκετικός σταθμός για μένα, δεν ξέρω τι και που θα ήμουν αν δεν τον είχα γνωρίσει. Τον έχω σαν πατέρα μου, εύχομαι να είναι πάντα καλά».

Για τον Περικλή Ταυρόπουλο: «Τον φωνάζαμε “Σαντάμ” γιατί δεν υπήρχε όριο στις προπονήσεις. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για όσα ζήσαμε μαζί και του εύχομαι αυτό που ετοιμάζει τώρα να το πάει εκεί που θέλει».

Για τον Κώστα Μπογατσιώτη: «Σε κέρδιζε ο Κώστας, όλοι τον ήθελαν για φίλο. Ήταν ο άνθρωπος που θα σε έπαιρνε αγκαλιά και όταν σου έδινε κάτι στο έδειχνε. Έχω πάρει πράγματα από αυτόν και ως προπονητής και ως άνθρωπος».