Είναι ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα πρόσωπα στο ελληνικό μπάσκετ. Σταθερά στο στόχαστρο του Ολυμπιακού, αν και τα αποτελέσματα (όταν βρίσκεται στο παρκέ και σφυρίζει αγώνες της “ερυθρόλευκης” ομάδας) δεν δικαιολογούν την έντονη καχυποψία και την γκρίνια, από αυτούς που δεν το… έπαιξαν Εθνική Ελλάδας, από αυτούς που δεν διστάζουν να κοιτάξουν στα μάτια όποιον κινηθεί με άγριες διαθέσεις εναντίον του.

Ο Χρυσόστομος Σχοινάς, στο πλαίσιο της επίσκεψης του στο τμήμα αθλητικής δημοσιογραφίας του ΙΕΚ ΔΟΜΗ μίλησε για πολλά και διάφορα πράγματα, από τη διαιτησία μέχρι την πολιτική. Κάθε εμφάνισή του, κάθε κουβέντα του έχει ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον όταν υποστηρίζει πως “είναι η πρώτη χρονιά που νιώθω ήρεμος και δεν χρειάζεται να αποδείξω σε κανέναν ότι είμαι ελέφαντας.
Έχω την αίσθηση πως χάλασα τον σχεδιασμό ορισμένων, πως τους άφησα χωρίς… θέμα, αφού πολλοί περίμεναν να γίνει κάτι στους τελικούς για να μπορούν να αναπαραγάγουν το νοσηρό κλίμα που έχουν στον νου τους, αλλά δεν τους… βγήκε“.

Ο διεθνής διαιτητής, αφού τόνισε πως “μου αρέσει να μιλάω με νέα άτομα, τα οποία τώρα ξεκινούν τη σταδιοδρομία τους“, ξεδίπλωσε το κουβάρι των αναμνήσεων.

“Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ στα 11 στην Καλαμάτα. Βρέθηκα στον Αίολο και στην Αναγέννηση Πετραλώνων. Στα 17 με ενδιέφερε να ασχοληθώ με την πολιτική, γενικότερα όμως ήθελα ό,τι κάνω να το κάνω καλά και να φτάνω στα όρια μου.

Έκανα προπόνηση στην Καλαμάτα όταν ήρθε ο προπονητής και μας είπε ότι γίνεται ένα σεμινάριο για διαιτητές. Πήγα, πέρασα με επιτυχία τα τεστ και αυτό ήταν. Εκείνο το διάστημα, στη μεγάλη έκρηξη του μπάσκετ στην Ελλάδα, ένιωθα πως μόνο μέσω της διαιτησίας μπορούσα να μπω στην… κεντρική σκηνή, να φτάσω ψηλά. Κι αυτό έκανα”…

“Πρώτα αλήτης και μετά άνθρωπος”

Ο κ. Σχινάς δεν είναι… συμβατικός διαιτητής. Του αρέσει να συνομιλεί με τους παίκτες, δεν φοβάται να κοιτάξει στα μάτια (σε απόσταση αναπνοής) κάποιον οπαδό που τον βρίζει, του αρέσει να επικοινωνεί, δεν κρύβει τα συναισθήματά του…

“Μου αρέσει να μιλάω με τους παίκτες. Πολλοί με έχουν χαρακτηρίσει “τρελό“, αλλά θεωρώ ότι έτσι λύνονται καλύτερα οι διαφωνίες. Στην Ευρώπη θεωρούν ότι πρέπει να υπάρχει επικοινωνία διαιτητή – παίκτη εδώ όμως όχι. Ας αποφασίσουν, να ξέρουμε κι εμείς τι πρέπει να κάνουμε“…

Η αλήθεια είναι -και φάνηκε ξεκάθαρα από τη δίωρη συνάντησή μας- πως ο διεθνής διαιτητής δεν είναι από αυτούς που κρατάνε πράγματα μέσα τους. Θα πει αυτό που θέλει, χωρίς να λογαριάζει το κόστος.

“Εγώ γεννήθηκα αλήτης και μετά έγινα άνθρωπος! Αυτό ίσως με βοηθά στη διαιτησία, γιατί μπορώ να καταλάβω και τον παίκτη, και τον οπαδό. Άλλωστε κι εγώ ήμουν φανατικός οπαδός, ενεργός στον σύνδεσμο της Καλαμάτας

Ήμουν ένας επαναστάτης δίχως αιτία. Στα 15 μου σταμάτησα να παίρνω χαρτζιλίκι από τον πατέρα μου και πήγα να δουλέψω. Έβγαζα 80.000 από τη διαιτησία και ήμουν ο πιο… πλούσιος από τους συμφοιτητές μου στη Νομική, καθώς παράλληλα δούλευα και ως μπάρμαν!

Κάθε Παρασκευή έκλεινα τραπέζι και κερνούσα τους υπόλοιπους, γιατί εκείνη τη στιγμή ήθελα να έχω τους φίλους μου κοντά μου. Άλλος θέλει να είναι μόνος, εγώ ήθελα πάντα να έχω αυτούς που αγαπώ κοντά μου και να τους νιώθω χαρούμενους. Ποτέ δεν είχαν σημασία για μένα τα χρήματα, παρά μόνο για να περνάω καλά“.

Για όσους δεν τον γνωρίζουν, είναι από τους ανθρώπους που χαρακτηρίζονται “έξω καρδιά“. Τα πάρτι του άφησαν εποχή, παρότι αρκετές φορές κατέληξε στο… τμήμα, για διατάραξη κοινής ησυχίας.
“Όταν με ρωτούσαν τι είδους συγγένεια έχω με τον τραγουδιστή Διονύση Σχοινά, έλεγα ότι… εγώ τραγουδάω καλύτερα (γελάει)”.

Το κλάμα, ο εθνικός ύμνος και το ποπ κορν

Υπάρχουν στιγμές που μένουν χαραγμένες στη μνήμη των ανθρώπων. Όπως η αγωνιστική του συνάντηση με τον θρύλο Νίκο Γκάλη
Όταν σφύριξα για πρώτη φορά τον Γκάλη, σε αγώνα του Παναθηναϊκού στο Μετς, έβαλα τα κλάματα στη φυσούνα του γηπέδου“.

Υπάρχουν και στιγμές που τις θυμόμαστε και γελάμε: “Το 2006, πήγα στη Νέα Υόρκη. Τότε, έτυχε να παίζουν οι New York Niks με τους Detroit Pistons. Βρήκα εισιτήρια και αφού τέλειωσε ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ, άρχισα να φωνάζω μόνος μου, δυνατά: “Ελλάς ολέ ολέ“. Ήμουν ενθουσιασμένος που βρέθηκα σε αγώνα του ΝΒΑ κι έτσι μου… βγήκε. Από την απέναντι εξέδρα με ακολούθησε ένας άλλος, μετά δυο – τρεις ακόμα και για λίγο στήσαμε ελληνική εξέδρα“!

Όχι και το πιο λογικό πράγμα που ακούσατε ποτέ. Μόνο που η συνέχεια ήταν πιο… τρελή. “Το παιχνίδι πήγε στην τέταρτη παράταση κι εκεί που η αγωνία ήταν στο κατακόρυφο, περνά από μπροστά μου μια Αμερικανίδα, η οποία πήγαινε να πάρει πόπ κόρν στον γιό της. Με την άνεσή της, αδιαφορώντας αν χάναμε φάση, ατάραχη ψώνιζε ποπ κορν και απορούσε γιατί της φώναζα…”.

Σχέσεις… οργής

Η ασφαλής μέθοδος για έναν διαιτητή είναι να δηλώσει “οπαδός της Εθνικής“. Ο Σχινάς δεν δίστασε να παραδεχθεί (όχι τώρα, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο ρετιρέ της διαιτησίας) ότι είναι φίλαθλος του Παναθηναϊκού.
“Δεν έκρυψα τί είμαι. Κανείς δεν έρχεται με παρθενογένεση στον αθλητισμό. Όλοι έχουν μια αφετηρία. Δεν με ενοχλεί να ξέρει ο άλλος ποιον έχει απέναντί του, με ενοχλεί το ψέμα.

Δέχθηκα επίθεση από οπαδικές και μη ιστοσελίδες (και εφημερίδες) ότι έτρεχα στο ΟΑΚΑ με φόρμα του Παναθηναϊκού. Όταν πήγα σπίτι με ρώτησε η γυναίκα μου αν έχουμε τέτοια φόρμα.

Επίσης δέχθηκα επίθεση όταν είχα πάει στο ΟΑΚΑ στο δεύτερο παιχνίδι του Παναθηναϊκού με αντίπαλο τη Μακάμπι Τελ Αβιβ και με είχε απαθανατίσει ο φακός δίπλα στον Χαριτάτο. Αλίμονο, αν δεν πάμε εμείς σε αγώνες της Ευρωλίγκας. Παλιότερα πήγαινα και στο ΣΕΦ, αλλά τώρα –παρότι θέλω– έχουν φανατίσει τόσο τον κόσμο, που δεν είναι εύκολο να πάω και να δω ένα ματς από την εξέδρα”.

Το επεισόδιο με τον Τόμιτς

Δεν του έφταναν όλα τα άλλα, είχε και ένα έντονο επεισόδιο με τον Μίλαν Τόμιτς, στη φυσούνα του ΣΕΦ, όταν ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει τον Παναθηναϊκό με 78-77, στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος.

“Ήταν ένα επεισόδιο δίχως λόγο. Μου είπε γιατί κοίταξα το instant replay στη φάση του Μπατίστ με τον Πρίντεζη στο τελευταίο σουτ. Εγώ είχα κλείσει νωρίτερα το φύλλο αγώνα, ο Τόμιτς άρχισε τα… γαλλικά και έτσι άναψαν τα αίματα. Αντέδρασα, αλλά όλα τέλειωσαν εκεί κι επειδή ήταν κουβέντες ανάμεσα σε δύο άντρες, δεν έγραψα τίποτα στο φύλλο αγώνα, γεγονός που πλήρωσα με αποκλεισμό τριών αγωνιστικών.

Για να το ξεδιαλύνουμε, πάντως, στη συγκεκριμένη φάση -επειδή πολλά έχουν ειπωθεί- εγώ κοιτούσα ψηλά για να δω αν υπάρχει κάποια επαφή στο σουτ, ο Γκόντας κοιτούσε το που πατάει ο Μπατίστ, δεν τον ενδιέφερε να κοιτά πάνω επομένως είχε αυτός τη σωστή τοποθέτηση για να κρίνει, βάσει της μηχανικής της διαιτησίας.

Όταν τελείωσε ο αγώνας με ρώτησε ο Ομπράντοβιτς αν ήταν για τρεις ή για δύο πόντους το σουτ. Του είπα ότι ήταν για δύο (ήμουν σίγουρος ότι ο Σπύρος είχε δίκιο), επέμεινε να δούμε το βίντεο, αλλά στο γήπεδο δεν υπήρχε instant replay και απλά ρώτησα τον δημοσιογράφο της κρατικής τηλεόρασης να μας πει τι έδειχναν τα δικά τους ριπλέι. Αυτό ήταν όλο“…

Η άλλη άποψη

Οι φετινοί τελικοί έγιναν σε πολύ καλό κλίμα, αν και ο Σχινάς δεν συμμερίζεται απολύτως αυτή την άποψη:
“Την ημέρα του πέμπτου τελικού στο ΣΕΦ είχα πολύ υπερένταση. Σηκώθηκα στις έξι το πρωί και ανέβασα στο facebook τις σκέψεις μου, ένα… όνειρο που είδα. Εμάς μακάρι να μην μας δίνει κανείς σημασία, αυτό που μένει είναι το μπάσκετ, πρωταγωνιστές είναι οι παίκτες.

Λένε ότι στους τελικούς δεν έπεσε το παραμικρό, δεν λένε όμως ότι τα τρία τέταρτα του γηπέδου ήταν καλυμμένα με δίχτυ προστασίας. Αυτό το μπάσκετ θέλουμε, ή να φτάσουμε κάποια στιγμή να πηγαίνουμε μαζί με τους φίλους μας, φίλαθλοι και των δύο ομάδων, χωρίς προετοιμασία για πόλεμο; Ή πιστεύει κανείς πως αν έχανε ο Παναθηναϊκός στο τέταρτο ματς στο ΟΑΚΑ, ή ο Ολυμπιακός στο πέμπτο στο ΣΕΦ, οι αγώνες θα τέλειωναν ομαλά”;

Η… κόντρα

Αντιλαμβάνεστε και από όσα καταγράψαμε, πως ο Σχινάς πάει… κόντρα στο ρεύμα. “Το 2000 δέχθηκα πρόταση από τον Κώστα (Ρήγα) να διαιτητεύσω στην Ευρωλίγκα. Τότε όλοι παρακαλούσαν, αλλά εγώ αρνήθηκα, αφού ένιωθα πως δεν ήταν στιγμή να κάνω το βήμα. Φυσικά, το πλήρωσα ακριβά, καθώς -όπως μου είπε αργότερα- το τρένο πέρασε και δεν ανέβηκες.

Βλέπετε, αρκετές φορές οι διαιτητές βρισκόμαστε στη… μέση. Όπως, για παράδειγμα, ο Τάσος Πηλοΐδης, ο οποίος “κατηγορείται” για το non call, αλλά λίγοι γνωρίζουν πως Ευρωλίγκα και FIBA είχαν εκ διαμέτρου διαφορετική αντίληψη για ανάλογες φάσεις και ο Τάσος απλά εφάρμοσε αυτό που του είχαν διδάξει στην Ευρωλίγκα“.

Στο ξεκίνημα γράψαμε πως ο διεθνής διαιτητής ήθελε (στα 17 του) να ασχοληθεί με την πολιτική. Τώρα την απεχθάνεται… Είναι από τα λίγα πράγματα στα οποία υπάρχει… διαφοροποίηση στη σκέψη του, αφού όπως τόνισε (αντί επιλόγου) “δεν άλλαξα στο πέρασμα του χρόνου, έμεινα ο ίδιος“.

Μάκης Λυμπέρης
Σπουδαστής του τμήματος Αθλητικής Δημοσιογραφίας στο ΙΕΚ ΔΟΜΗ