Κόντρα στον Κόροιβο, ήταν εκείνος που έδειξε το δρόμο στους συμπαίκτες του, συμβάλλοντας σε μια «διπλή» επιτυχία του Ρεθύμνου, καθώς εκτός από την νίκη, το σύνολο του Θανάση Σκουρτόπουλου πήρε με το μέρος του και τη διαφορά των μεταξύ τους αγώνων. Η κρητική ομάδα χρειαζόταν τον καλό του εαυτό, ώστε να παραμείνει σε «τροχιά» play-offs κι εκείνος δε δίστασε να φορτώσει το αντίπαλο καλάθι με 18 πόντους, όντας πρώτος σκόρερ. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι «ροκ» και μετράει…

Ο Χάρης Γιαννόπουλος, μιλάει στο Basketblog.gr για τον ηγετικό ρόλο που του έχει δώσει ο προπονητής του και τι αντίκτυπο έχει κάτι τέτοιο στην ψυχολογία του. Με συμπαίκτη του… τον Τζίμι Χέντριξ, δεν έχει άλλωστε να φοβάται κάτι και φροντίζει, έχοντας επιστρέψει από την Ισπανία, να μας «διαφωτίσει» για τις διαφορές μεταξύ των δύο πρωταθλημάτων.

Χάρη, πετύχατε κόντρα στον Κόροιβο μια νίκη που ουσιαστικά «σφράγισε» την παραμονή σας. Ποια ήταν τα πιο σημαντικά σημεία για άλλη μια εντός έδρας νίκη;

Νομίζω, ότι η «συνταγή» ήταν ίδια, όπως ισχύει από την αρχή του πρωταθλήματος. Καταφέραμε να παίξουμε ομαδικά στην επίθεση και ήμασταν εξαιρετικοί στην άμυνα, με μοναδικό «μελανό» σημείο, το ότι χάσαμε αρκετά αμυντικά ριμπάουντ. Παρά το γεγονός αυτό, όμως, δε χάσαμε την αυτοσυγκέντρωσή μας και είχαμε σωστή κυκλοφορία της μπάλας, δίχως να δίνουμε εύκολες λύσεις στο ανοικτό γήπεδο για τον Κόροιβο. Το τελευταίο, μπορώ να πω ότι ήταν και το «κλειδί» μας.

Το θεωρούσατε σαν ένα ακόμη «πρέπει», μετά την ήττα στα Τρίκαλα;

Τα παιχνίδια που παίζουμε στο Ρέθυμνο, ούτως ή άλλως, αντιπροσωπεύουν ένα «πρέπει» για εμάς. Είτε κερδίζαμε, είτε χάναμε στα Τρίκαλα, με το δεύτερο δυστυχώς να συμβαίνει, έχουμε πει ότι θέλουμε να κερδίσουμε όλα τα ματς που έχουμε να δώσουμε στο «Μελίνα Μερκούρη». Είναι κάτι, που έχουμε καταφέρει στον απόλυτο βαθμό με τις ομάδες που μπορούσαμε να κοντράρουμε, αν εξαιρέσεις το ματς με τον ΠΑΟΚ. Δεν έπαιζε, δηλαδή, ρόλο για εμάς το ότι χάσαμε στα Τρίκαλα.

Ήσουν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας σου. Πώς αντιμετωπίζεις το γεγονός, ότι ο προπονητής σου εμπιστεύεται έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, με αποτέλεσμα να παίρνεις αρκετές προσπάθειες πάνω σου;

Είναι κάτι, που σε απελευθερώνει σαν παίκτη και σου προσδίδει μια διαφορετική αίσθηση ευθύνης, καθώς καταλαβαίνεις ότι, για να κερδίσει η ομάδα σου κάποια παιχνίδια, οφείλεις να παίξεις καλά. Είναι, πίστεψέ με, μια αίσθηση που θα ήθελε κάθε επαγγελματίας παίκτης να έχει. Είναι σπουδαίο το συναίσθημα, να νιώθει ο ίδιος, ότι είναι από αυτούς που καθορίζουν το αποτέλεσμα για την ομάδα τους.

Πιστεύεις, ότι για να «κλειδώσετε» τη θέση σας στα play-offs, αρκεί να αξιοποιήσετε τη δυναμική της έδρας σας, ή έχετε στοχεύσει κι ένα «διπλό» που να είναι εφικτό;

Είναι σίγουρο, ότι πρέπει να πάρουμε νίκη και εκτός έδρας, γιατί εδώ έχουμε να παίξουμε μεταξύ άλλων, δύο πολύ δύσκολα παιχνίδια με Άρη και ΑΕΚ. Είναι δύο ομάδες που «καίγονται» πια για τα αποτελέσματα, καθώς ο μεν Άρης θέλει να κρατήσει την τρίτη θέση, ενώ η δε ΑΕΚ θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί πιθανό «στραβοπάτημα» του αντιπάλου της, για να τον προσπεράσει. Θέλουμε, επομένως, τουλάχιστον μία εκτός έδρας νίκη και, για να σιγουρέψουμε τη θέση μας στα play-offs, νίκη σε έναν από τους δύο εντός έδρας αγώνες που ανέφερα.

Ο κόουτς Σκουρτόπουλος, είχε πει στην αρχή της σεζόν, ότι αν το Ρέθυμνο βρισκόταν και πάλι στην εξάδα, θα υπήρχε σοβαρή σκέψη για συμμετοχή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Είναι ένας από τους λόγους, για τους οποίος δέχθηκες να επιστρέψεις στην Ελλάδα και να παίξεις για το Ρέθυμνο;

Είναι κάτι που δεν είχα σκεφτεί καθόλου, γιατί κανείς δεν ξέρει, πώς μπορεί να έρθουν τα αποτελέσματα για οποιαδήποτε ομάδα μέσα σε μια σεζόν, όποιο στόχο κι αν θέσει. Ένας από τους κύριους λόγους που δέχθηκα είναι, ότι το Ρέθυμνο αποτελεί έναν υγιή σύλλογο, τόσο στο οικονομικό όσο στο διοικητικό και το αγωνιστικό κομμάτι. Ήταν ένας συνδυασμός που με έπεισε να υπογράψω σε αυτή την ομάδα.

Ήρθες από το ισπανικό πρωτάθλημα, για να αγωνιστείς εκ νέου στην Ελλάδα. Ποιες είναι οι διαφορές των δύο πρωταθλημάτων, τόσο στον τρόπο του παιχνιδιού όσο και στην οργάνωση;

Η πιο μεγάλη διαφορά, είναι σίγουρα στη συχνότητα του transition παιχνιδιού, καθώς εδώ υπάρχει περισσότερο σετ παιχνίδι. Στην Ισπανία, υπάρχει η λογική του να σουτάρουμε, όποτε βρούμε καλό σουτ, ενώ εδώ θέλουμε να στοχεύσουμε πρώτα στις αδυναμίες του αντιπάλου, για να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για το καλό σουτ και, αν τύχει να βρούμε μπροστά μας ανοικτό γήπεδο, πολλές φορές δε θα τρέξουμε, γιατί πρέπει να μείνουμε στο πλάνο μας. Η πιο μεγάλη διαφορά, με λίγα λόγια, είναι η ταχύτητα.

Όσον αφορά την οργάνωση, στην Ισπανία δουλεύουν πολύ με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, το διαδίκτυο και τη διαφήμιση. Θέλουν να επεκτείνουν τον «κύκλο» και την αγορά του πρωταθλήματος, να έχουν κάθε χρόνο και περισσότερους (τηλε)θεατές και να κερδίζουν, ασφαλώς, μέσα από αυτό. Η λίγκα έχει δικό της κανάλι, που δείχνει όλα τα παιχνίδια, χωρίς να ξεχνάμε, ότι και κάθε ομάδα του πρωταθλήματος, έχει το δικό της κανάλι. Είναι κάτι πολύ καλά οργανωμένο, με τους διοργανωτές να δίνουν έμφαση στο μάρκετινγκ και το πώς θα καταφέρουν να αυξήσουν τα κέρδη της εταιρείας και τους «πελάτες».

Βλέπω, ότι ανεβάζεις ροκ τραγούδια σε άρθρα σου στο blog του ΕΣΑΚΕ, ενώ έχεις δώσει και συνεντεύξεις, για τη σχέση αγάπης που έχεις με τη μουσική αυτή. Τι είναι η μουσική, και ιδιαίτερα το ροκ, για εσένα;

Είναι μια μεγάλη ιστορία, που ξεκίνησε από τα χρόνια της εφηβείας μου και, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο μεγάλωνε η αγάπη μου για το ροκ. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με κάποιο τρόπο. Όπως κάποιος ακούει ελληνικά λαϊκά, ή οτιδήποτε άλλο, νιώθοντας ότι το άκουσμα της μουσικής που έχει επιλέξει, τον γεμίζει, έτσι κι εγώ έχω παρόμοια σχέση με το ροκ. Όποτε ακούω μια κιθάρα να παίζει, αισθάνομαι να γεμίζει όλο μου το «είναι».

Ας υποθέσουμε, ότι οι rock stars μπορούσαν να περάσουν το ταλέντο τους στο παρκέ, ως μπασκετμπολίστες. Με ποιον θεωρείς, ότι θα είχες την καλύτερη συνεργασία, ως συμπαίκτης;

Ουάου (γέλια)! Δύσκολη η επιλογή που έχω να κάνω, γιατί υπάρχουν τόσοι σπουδαίοι rock stars, αλλά δεν υπάρχουν πολλοί ψηλοί (γέλια). Νομίζω, όμως, ότι θα μου ταίριαζε ιδανικά ως συμπαίκτης… ο Τζίμι Χέντριξ!