Ο προπονητής του Ερμή Λαγκαδά Τάκης Ξουρίδας, ο οποίος πριν από δύο δεκαετίες είχε διατελέσει και παίκτης της ομάδας, ενώ ως τεχνικός έχει εργαστεί στον Ηρακλή (Α1, 1996-97), στον ΒΑΟ (Α1 και Α2) στον Μακεδονικό και στη ΧΑΝΘ, μίλησε για όλα στο basketblog.gr.
 
Ο έλληνας τεχνικός αναφέρεταο στους στόχους του Ερμή, στο δύσκολο πρωτάθλημα της Α2 και κατονομάζει τα φαβορί για την άνοδο στην Α1. Δεν σταματά, όμως, εκεί, αλλά αναλύει την επιρροή του Δημήτρη Διαμαντίδη στον τρόπο, με τον οποίο ο κόσμος αντιλαμβάνεται το άθλημα, μνημονεύει τον Φίλιππα Συρίγο και μοιράζεται ενδιαφέρουσες ιστορίες με τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου και τον Σωτήρη Νικολαΐδη.
 
Στηλιτεύει τον ρόλο των μάνατζερ στο σύγχρονο μπάσκετ, τα νεαρά παιδιά και τις επιλογές τους, ενώ εξηγεί γιατί πιστεύει ότι ο έλληνας προπονητής έφτασε να είναι ο κορυφαίος αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη.
 
-Ας ξεκινήσουμε με την ομάδα σας, τον Ερμή Λαγκαδά. Ποιοι είναι οι στόχοι σας φέτος;
 
«Βασικός μας στόχος είναι να κάνουμε την καλύτερη δυνατή πορεία και να κερδίσουμε την παραμονή μας νωρίς. Η κατηγορία έχει δυναμώσει πολύ. Αν είχαμε ακριβώς την ίδια ομάδα πέρυσι, θα είχαμε άλλους, υψηλότερους στόχους. Θέλουμε παράλληλα να εντάξουμε τα νεαρά παιδιά στην ομάδα, έτσι ώστε ο σύλλογος την επόμενη χρονιά να τα υπολογίζει περισσότερο». 
 
-Πόσο δύσκολο είναι, αλήθεια, να διαχειρίζεστε ένα τόσο νεανικό και άπειρο σύνολο σε μια τόσο σκληρή και ανταγωνιστική κατηγορία;
 
«Στο συγκεκριμένο κομμάτι έχω μεγάλη εμπειρία, επειδή είμαι πολλά χρόνια μέσα στο χώρο και κυρίως επειδή δεν έχω δεύτερες σκέψεις. Από την αρχή ξεκαθαρίζω στους παίκτες πως ότι σκέφτομαι το λέω εκεί μπροστά. Αν θα σου πω κάτι αυτό ισχύει και αυτό βάζει τα πράγματα στη θέση τους και με διευκολύνει πάρα πολύ στη δουλειά μου. Τους νεαρούς πρέπει να τους δείξεις εμπιστοσύνη και όποιος το κάνει αυτό, ο χρόνος δουλεύει υπέρ του και μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει». 
 
-Πόσο εύκολο είναι όμως αυτό και με ποια λογική πραγματοποιείτε την κατανομή των ρόλων;
 
«Ένας σημαντικός παράγοντας στο μπάσκετ είναι το πώς διαχειρίζεσαι τα λάθη σου. Είναι το παιχνίδι των λαθών. Ο Μπόμπι Νάιτ είπε ότι το μπάσκετ είναι το παιχνίδι με το περισσότερο κοουτσάρισμα και τη μεγαλύτερη απειθαρχία. Το λάθος πρέπει να ξέρεις να το διαχειρίζεσαι. Να το αντιληφθείς, να το παραδεχθείς, να μάθεις και να το ξεχάσεις. Αυτή τη διαδικασία αν την εφαρμόσεις βγαίνεις ωφελημένος. Το μπάσκετ έχει τις καλές και τις κακές συνήθειες και η δική μας δουλειά είναι να ελαττώσουμε τις κακές και να αναδείξουμε τις καλές. Μοιράζοντας ρόλους, διευκολύνεις και τον παίκτη. Γίνεται πιο εύκολη η δουλειά του. Αυτό συμβαίνει από την αρχή με όλους τους παίκτες της ομάδας. Όποιος δεν είναι ειλικρινής με τους παίκτες του, αυτό θα το βρει μπροστά του».
 
-Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα φαβορί για την άνοδο στην Α1 κατηγορία και γιατί;
 
«Η ΑΕΚ, το Ψυχικό, ο Κόροιβος, η Βέροια και η Καβάλα. Είναι δύσκολο πρωτάθλημα και θα έχει εκπλήξεις. Κάποιες από αυτές θα καταρρεύσουν. Για παράδειγμα αν στο τέλος του πρώτου γύρου είναι μακριά από την κορυφή μπορεί να ανακύψουν και θέματα ασυνέπειας από την πλευρά της διοίκησης κτλ. Όποια ομάδα έχει διοικητική και προπονητική σταθερότητα, αυτή θα προχωρήσει. Έχει πολύ μεγάλη σημασία και το πώς θα διαχειριστείς μια ενδεχόμενη κρίση, γιατί κάθε ομάδα θα περάσει περίοδο κρίσης με άσχημα αποτελέσματα. Για παράδειγμα η παρουσία του Δήμου Ντικούδη στην ΑΕΚ είναι σπουδαία υπόθεση γιατί έχει παραστάσεις από υψηλό επίπεδο και ξέρει πώς να διαχειρίζεται πολλά πράγματα».
 
-Ποια συστατικά χρειάζονται για να ανέβει μία ομάδα στην Α1; Το έχετε κάνει άλλωστε στο παρελθόν με τον ΒΑΟ.
 
«Εκείνη η χρονιά με τον ΒΑΟ είναι από τις πιο καθαρές ανόδους στην ιστορία της Α2. Δεν μας υπολόγιζε κανείς. Ο Φίλιππος Συρίγος έγραφε τότε στο Τρίποντο (εβδομαδιαίο περιοδικό) ότι ξέρουμε ήδη τον πρώτο που θα πέσει κατηγορία και ψάχνουμε τον δεύτερο. Υπάρχουν δύο δρόμοι για να ανέβεις κατηγορία. Ο ένας είναι με καταξιωμένα παιδιά και υψηλό μπάτζετ, προσπαθείς να ελέγξεις το παρασκήνιο στον βαθμό που μπορείς και να επηρεάσεις τη διαιτησία. Ο δεύτερος είναι να χτίζεις την ομάδα και με μία διοικητική σταθερότητα σε μία τριετία θέτοντας τον στόχο που θέλεις και προχωράς. Αυτό τον δρόμο επιλέγω εγώ. Στον Ερμή Λαγκαδά τώρα προέκυψε ένας χορηγός, ο Παύλος Ζουλιάμης και στις κουβέντες που κάναμε είπαμε ότι θέλουμε σε βάθος μίας τριετίας να είμαστε έτοιμοι να διεκδικήσουμε την άνοδο στην Α1».
 
-Πιστεύετε ότι μπορεί μια ομάδα να ανέβει χωρίς να ελέγξει το παρασκήνιο; 
 
«Δεν το ξέρω και δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό».
 
-Παρατηρείται το φαινόμενο κάποιες ομάδες τη Α2 να έχουν πλέον μεγαλύτερο μπάτζετ από αυτές της Α1 ή να είναι πολύ κοντά. Υπάρχει εξήγηση για αυτό;
 
«Έχουν αυξηθεί πολύ τα μπάτζετ της Α2 φέτος, γιατί υπάρχουν διοικήσεις που έχουν τη διάθεση να συγκροτήσουν πολύ υψηλούς προϋπολογισμούς σε σχέση με άλλα χρόνια. Φέτος έγινε αυτό το μπαμ. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν παίκτες που έπαιξαν στην Α1, αλλά στην Α2 μπορούν να βρουν περισσότερα χρήματα».
 
-Για έναν νεαρό παίκτη είναι καλύτερο να αγωνίζεται σε μία καλή ομάδα της Α2 ή σε μία μέτρια της Α1;
 
«Σε μία καλή ομάδα της Α2 νομίζω φαίνεται ο παίκτης περισσότερο από ό,τι σε μία μέτρια ομάδα της Α1. Θέλει παραστάσεις ο παίκτης για να βελτιωθεί. Τα παιδιά πηγαίνουν σε μέτριες ομάδες και ελπίζουν να βρουν χρόνο συμμετοχής και να παίξουν, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει. Πολλά παιδιά επιλέγουν το βήμα παραπάνω γιατί δελεάζονται, αλλά για μένα είναι ξεκάθαρος ο δρόμος».
 
-Γιατί τα παιδιά πλέον από μικρή ηλικία έχουν μάνατζερ;
 
«Είναι αναπόφευκτο, γιατί το παιδί κολακεύεται. Αναγνωρίζεται η αξία του όταν κάποιος του προτείνει να πάρει τα δικαιώματά του. Η δουλειά του μάνατζερ όμως δεν είναι να μιλήσει με τη διοίκηση και να κάνει τη συμφωνία. Δουλειά του είναι να παρακολουθεί τον παίκτη, να είναι αυστηρός κριτής. Να ρωτάει τον προπονητή του για το πώς δουλεύει στις προπονήσεις. Πρέπει να ξέρει».
 
-Οι μάνατζερ ξέρουν μπάσκετ;
 
«Λίγοι μάνατζερ ξέρουν μπάσκετ».
 
-Τι πρέπει να προσέξει ένα παιδί, όταν ένας αμφιλεγόμενος μάνατζερ επιχειρεί το λεγόμενο «recruiting»; 
 
«Όταν ένα παιδί βρίσκεται σε ένα υγιές περιβάλλον και δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει ομάδα, δεν τον χρειάζεται τον μάνατζερ. Γίνονται πολλά πίσω από τις πλάτες των παιδιών και αυτά τα ίδια μπορεί να μην έχουν ιδέα του τι συμβαίνει. Παίζονται πολλά παιχνίδια εις βάρος τους. Μπορεί ένας αθλητής να βρεθεί ωφελημένος προς στιγμήν, αλλά την επόμενη φορά που τα συμφέροντά του θα είναι κόντρα στου μάνατζερ τότε θα χάσει. Αυτό είναι δεδομένο». 
 
-Ποια είναι η δική σας στάση απέναντι στα παιδιά;
 
«Εγώ ως προπονητής έχω το βάρος της ευθύνης απέναντι στα παιδιά που προπονώ και θέλουν να παίξουν μπάσκετ. Πρέπει να είμαι τίμιος και σωστός. Αυτό το πρέπει που αισθάνομαι εγώ απέναντί τους πρέπει να το αισθανθεί κι ο μάνατζερ. Δεν πουλάω έναν παίκτη που είναι εμπορικός για να έχω καλή σχέση με τον πρόεδρο μιας ομάδας.
 
-Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν το άθλημα;
 
«Το ίδιο ισχύει και με τους δημοσιογράφους. Λίγοι ξέρουν μπάσκετ. Ο Συρίγος ήξερε πολύ μπάσκετ, γι’ αυτό και ήταν καλός στη δουλειά του. Καταλάβαινε το παιχνίδι κι αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει».
 
-Εσάς που είστε στο χώρο, σας ενοχλεί που ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου πιστεύει ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός είναι «βρώμικος»;
 
«Με ενοχλεί αυτό και στο βαθμό που μπορώ, κάνω αυτό που πιστεύω. Αναπτύσσω σχέσεις με ανθρώπους που κινούνται με καθαρό τρόπο σε αυτό τον χώρο. Είναι, βέβαια, κάτι πολύ δύσκολο. Επιδιώκω τη συνέπεια, αυτά που συμφωνώ θέλω να τηρούνται. Εχουν κλείσει αρκετές πόρτες σε μένα, επειδή είχα αυτή τη στάση στην καριέρα μου. Καμιά φορά η τιμιότητα πονάει, αλλά είναι καλύτερα να κλείνουν κάποιες πόρτες παρά να παραβαίνεις τις αρχές σου και την ηθική σου. Έχω βγει πολλαπλά ωφελημένος από αυτό και το καταλαβαίνουν και οι παίκτες όταν είσαι τίμιος και σωστός. Το νιώθω αυτό καθημερινά στις σχέσεις μου. Μου τηλεφωνούν παλιοί παίκτες, προχθές για παράδειγμα για χρόνια πολλά. Οι σχέσεις είναι προίκα και αυτές είναι που μένουν στο τέλος».
 
-Πιστεύετε ότι ο κόσμος έχει λάθος πρότυπα; Κι αν ναι, δεν σας ενοχλεί που ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον αθλητισμό και εξακολουθεί να έχει λάθος πρότυπα;
 
«Το πιστεύω, ναι. Προβάλλονται κάποια άτομα με σκοπιμότητα. Αυτοί που κάνουν φιγούρα έχουν αδυναμία και προσπαθούν να την καλύψουν. Αυτοί που πατάνε γερά στα πόδια τους δεν έχουν τέτοια προβλήματα, νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Όταν ήμουν στον Ηρακλή είχα δύο προτάσεις που αν τις αποδεχόμουν θα έπρεπε να  φύγω από την οικογένειά μου και προτίμησα να μείνω στη Θεσσαλονίκη κοντά στους δικούς μου. Επιλογές είναι αυτές. Πιστεύω πως τότε έκανα το σωστό. Έχω ισορροπία με την οικογένειά μου. Έχω καλή σχέση με τη σύζυγό μου, τα παιδιά μου μεγάλωσαν κοντά στον πατέρα τους, ενώ είχα παράλληλα και το βασικό μου επάγγελμα στην τράπεζα. Αντιθέτως, λάποιοι άνθρωποι χρειάζονται έναν μάνατζερ για να τους βρει δουλειά. Πρώτη φορά πέρσι έκανα ένα άνοιγμα για να βρω δουλειά στο εξωτερικό. Θα ήθελα να βρεθώ σε μία χώρα, όπου υπάρχει συνέπεια και ο προπονητής αντιμετωπίζεται σωστά. Στο εξωτερικό γνωρίζεις ότι θα είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους. Θα ήθελα να το δοκιμάσω, γιατί εκεί δεν υπάρχει ανασφάλεια και θα μπορώ να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου». 
 
-Μπορείτε να το κάνετε, πιστεύετε;
 
«Η αλήθεια είναι ότι δεν βοηθάει το βιογραφικό μου, γιατί βρέθηκα στην Α1 το 1996 και μετά πήγα στις μικρές κατηγορίες (Α2, Β, Γ), επομένως δύσκολα θα σε πάρει κάποια ομάδα από το εξωτερικό. Υπάρχουν άλλοι προπονητές που έχουν θητεία στην Α1. Γιατί να πάρουν κάποιον που είναι σε μικρότερες κατηγορίες;».
 
-Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο κόσμος το παιχνίδι. Δεν δίνεται η βαρύτητα που δινόταν παλαιότερα στον πρώτο σκόρερ…
 
«Η συμβολή του Δημήτρη Διαμαντίδη σε αυτό το κομμάτι είναι πολύ καθοριστική επειδή κάνει πολλά πράγματα μέσα στο παρκέ. Ο Διαμαντίδης άλλαξε τον τρόπο που βλέπει ο κόσμος το μπάσκετ και τους πρωταγωνιστές του αγώνα. Σε αυτό βοήθησε και ο τρόπος με τον οποίο ο Τύπος του αναγνώριζε τις δουλειές που κάνει μέσα στο γήπεδο και τις πρόβαλλε. Ο γονιός όταν πάει το παιδί στο σπίτι το ρωτάει πόσους πόντους έβαλες. Δεν είναι όμως μόνο το σκοράρισμα στο μπάσκετ. Αναγνωρίζω ότι το σκοράρισμα είναι η πιο δύσκολη δουλειά. Σε έναν αγώνα μπάσκετ όμως μόλις το 13% αφορά το σκοράρισμα και το 87% τα υπόλοιπα. Αυτή τη μαθηματική ανάλυση την κάνω σε κάθε ομάδα μου στην αρχή της χρονιάς. Η επιβράβευση για το καλό σκριν, την πάσα, την άμυνα είναι σημαντική. Πρέπει το παιδί να ακούει μπράβο στην προπόνηση για αυτά τα κομμάτια του παιχνιδιού».
 
-Ποιοι άνθρωποι σας επηρέασαν περισσότερο στην καριέρα σας;
 
«Ο ένας είναι ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου. Ο επαγγελματισμός του και η υπευθυνότητα στη δουλειά του ήταν δύο στοιχεία πολύ σημαντικά για έναν προπονητή. Θα σου πω μία ιστορία. Ο Κιουμουρτζόγλου έκανε πολύ σκληρές προπονήσεις. Θυμάμαι πηγαίναμε στο γήπεδο και τις αργίες. Τότε εγώ ήμουν αρχηγός και κάναμε συμβούλιο στην ομάδα οι παίκτες και η πλειοψηφία αποφάσισε να πάμε στον πρόεδρο για να κάνουμε τα παράπονά μας και να τον διώξουμε. Μόλις πήγαμε εκεί και ο πρόεδρος πήρε τηλέφωνο τον έφορο, τον Γιώργο Τσιτουρίδη, αυτός είπε πως ο προπονητής είναι αυτός και όποιος θέλει συνεχίζει, όποιος θέλει φεύγει. Στήριξε τον προπονητή και αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα για μένα. Επειτα από 20 χρόνια κι ενώ ενδιάμεσα είχαμε συνεργαστεί ως προπονητές το συζητήσαμε και έμαθε ότι εγώ είχα ψηφίσει τότε υπέρ του να μείνει.
 
Ο δεύτερος άνθρωπος που με επηρέασε δεν είναι προπονητής. Είναι ο Διονύσης Ανανιάδης πρώην παίκτης της ΧΑΝΘ, του Άρη και της Εθνικής Ομάδας. Τον είχαμε έφορο στη ΧΑΝΘ. Με επηρέασε ως προς τη νοοτροπία και την προσέγγιση στο παιχνίδι. Στη ΧΑΝΘ τότε ο Διονύσης Ανανιάδης, ο Σπύρος Στρατής και ο Θανάσης Nόλτσης μου έδειξαν πώς διοικείται ένα τμήμα από διαφορετική οπτική. Χωρίς μικροπρέπεια λέγαμε τα επιχειρήματά μας και τις απόψεις μας για το τι να κάνουμε χωρίς να βάζει ο καθένας εγωισμό, ώστε να περάσει το δικό του. Αυτό εγώ το μετέφερα και στη ζωή μου. Κάναμε πράγματα χωρίς εγωισμό με το μυαλό στο κοινό συμφέρον.
 
-Πείτε μου κάτι που σας συγκίνησε πολύ…
 
«Θα σου πω μία ιστορία για τον Σωτήρη Νικολαΐδη. Όταν πήγα στη ΧΑΝΘ ο Σωτήρης είχε πρόβλημα με τη διοίκηση. Εγώ ως νέος προπονητής τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα να έρθει στην ομάδα. Αυτός τότε νεαρός, ταλέντο, παίκτης Εθνικής ομάδας μου είπε πως δεν μπορεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τον κατάλαβα και τον ρώτησα πότε μπορεί. Εκείνος ξαφνιάστηκε και μου είπε σε δέκα μέρες. Την πρώτη μέρα που ήρθε τον πέτυχα στο γκαράζ. Τον αγκάλιασα και του είπα ότι πέρα από τους στόχους της ομάδας θα βάλουμε και εμείς έναν δικό μας που θα μείνει μεταξύ μας. Αυτός ήταν την επόμενη σεζόν να παίζει Α1 (η ΧΑΝΘ τότε ήταν Γ εθνική). Την επόμενη σεζόν ο Σωτήρης πήγε στον ΠΑΟΚ. Όταν αυτό συνέβη με αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια. Είχαμε πετύχει τον στόχο μας».
 
-Τι έχει αλλάξει στην προπονητική στην Ελλάδα;
 
«Όταν ασχολείσαι με κάτι κοιτάς τι κάνει ο καθένας γύρω σου σχετικά με αυτό. Πέρασαν πολλές κατηγορίες προπονητών από το προσκήνιο για να φτάσει ο έλληνας προπονητής να είναι ο κορυφαίος αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη. Ήρθαν στα σεμινάρια οι μεγαλύτεροι προπονητές από τα κολέγια της Αμερικής κι από το ΝΒΑ. Ήρθε γνώση. Στα σεμινάρια που κάναμε μαζευόμασταν 300 άτομα και μοιραζόμασταν τα μυστικά μας και τη γνώση μεταξύ μας. Η γνώση πρέπει να μεταλαμπαδεύεται, να μεταδίδεται. Το οφείλουμε στο άθλημα που μας έδωσε τόσα. Οι έλληνες προπονητές τυγχάνουν πλέον εκτίμησης. Μπήκαν άνθρωποι με προσωπικότητα στον χώρο όπως για παράδειγμα ο Παναγιώτης Γιαννάκης, οι οποίοι ανταλλάσσουν απόψεις. Υπάρχει επικοινωνία. Εγώ έχω θετική διάθεση απέναντι στους άλλους προπονητές και θέλω η συμπεριφορά μου ακόμα και στον αντίπαλο όταν έρχεται στον Λαγκαδά να είναι σωστή. Τους κερνάω ένα καφεδάκι και συζητάω μαζί τους. Στον αγώνα προσπαθώ να τους προστατεύω στην έδρα μας και να τους συμπεριφέρομαι ως σωστός οικοδεσπότης».