Παραδοσιακά στην Ελλάδα και τα απανταχού Media, η ημέρα έπειτα από έναν ολέθριο αποκλεισμό σαν και αυτόν που υπέστη η Εθνική μας ομάδα πριν από μερικές ώρες στο Βερολίνο από την Γερμανία είναι επίτιμα η ημέρα “αποκεφαλισμού”, δίκης και απόρριψης αφενός των πρωταγωνιστών της εκάστοτε ήττας αλλά και αφετέρου όσων θετικών ήδη είχαν λεχθεί -πολλάκις από τα ίδια πρόσωπα- προ ολίγων στιγμών.

Η Επίσημη Αγαπημένη μέχρι και το απόγευμα της Τρίτης (13/9) ήταν για όλους το απόλυτο φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, μια δεμένη ομάδα, μια πλήρης αρμάδα παικτών και προπονητικού επιτελείου. Από χθες το βράδυ όμως, είναι μια μόλυνση των προσδοκιών, μια κινούμενη αποτυχία και μια ντροπή για τις πετυχημένες φουρνιές της Εθνικής όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Δημήτρης Ιτούδης ήταν πριν και από μερικές ώρες ο ηγέτης ενός ολόκληρου έθνους και ο σωτήρας ενός κοιμώμενου μπασκετικού γίγαντα που ήθελε πάσει θυσία να σηκώσει από το νεκροκρέβατό του. Πλέον, είναι ένας “ύπνος”, ένας “αδιάβαστος”, ένας “αποτυχημένος”.

  1. Το ρόστερ από γεμάτο και ικανό κατέληξε να είναι δεύτερης κλάσης.
  2. Η Ομοσπονδία από φίλος κατέληξε εχθρός του αθλήματος.
  3. Ο Γιάννης από σούπερ σταρ κατέληξε “σταρ του ΝΒΑ και τίποτα παραπάνω”.

Πολλά από αυτά τα σχόλια ισχύουν και είναι σωστό να λαμβάνουν σάρκα και οστά. Αλλά να γίνονται τη σωστή στιγμή. Όπως μετά από μια νίκη στην πρεμιέρα. Όπως μετά από μια αήττητη πρόκριση στα νοκ άουτ. Όπως πριν από ένα τουρνουά που έχουμε θέσει αέναα ως την επιστροφή μας στις επιτυχίες.
Σ’ αυτήν τη χώρα, άπαντες -δημοσιογράφοι, κοινό, πρωταγωνιστές- τείνουν να αλλάζουν απόψεις και μασκαρέματα ανάλογα με την εποχή. Εγώ τα έλεγα, εμείς τα λέγαμε, αυτοί τα έλεγαν. Πρακτικά όμως, ένας λαός συνώνυμο της υπερβολής στις χαρές και τις νίκες αποδεικνύει ξανά τη φύση του στις λύπες και τις ήττες.

Πριν αρχίσουν λοιπόν τα “λιντσαρίσματα” από κάθε στρατόπεδο και θέση, πρέπει να τονιστούν κάποια πράγματα που -τουλάχιστον από τη δική μου μεριά, ενός νεαρού αρθρογράφου που δεν έχει παραστάσεις, αυθεντία αλλά και το μικρόβιο “εγώ θα σου πω”, κάτι σπάνιο για το χώρο.

Η άποψή μου λοιπόν ήταν πολύ πριν την έναρξη του τουρνουά πως η Ελλάδα δε διαθέτει το κατάλληλο ρόστερ -εξαιτίας και των όποιων τραυματισμών που ανάγκασαν τον Δημήτρη Ιτούδη θα αποτραβηχθεί από το αγαπημένο του big ball με γοργοπόδαρα 4αρια-, καθότι η κάτι παραπάνω από εμφανής έλλειψη σουτέρ κάθε φύσης και θέσης είχε στενέψει ήδη το ταβάνι μας.
Μετά τη μάχη όλοι γίνονται πολύ πιο εύκολα στρατηγοί, αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν όλοι εντυπωσιάζονταν από τις νίκες κόντρες σε άσημες μπασκετικά χώρες και δεν ήθελαν να κοιτάξουν πιο προσεκτικά όχι απλά τους πόντους της Εθνικής αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτή προέρχονταν, το basketblog.gr είχε προσπαθήσει να εμβαθύνει στη -για ακόμα μια φουρνιά- μετριότητα της Ελλάδας στο σετ παιχνίδι. Η κυρία κύρια αντιμετώπιση αυτής της προσπάθειας εν μια περίοδο όπου κυριαρχούσαν μονάχα θετικά λόγια και βαθιά όνειρα ήταν το “πώς γίνεται να μην παίζει καλά και να σκοράρει πολλούς πόντους;”.

Ουσιαστικά, το μπάσκετ είναι ένα αρκετά δύσκολο άθλημα καθώς είναι πολύπλευρο και δυσνόητο στις περισσότερες των περιπτώσεων. Όπως είχε τονιστεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν μετά και τα… όργια του Lauri Markkanen κόντρα στην Κροατία, σημασία έχει το πως σκοράρει κανείς και όχι το πόσους πόντους μετράει κατά μέσο όρο ή σε ένα βράδυ ενδεχομένως. Όσον αφορά την Ελλάδα λοιπόν, εκείνη τελείωσε το τουρνουά μετρώντας -κατά κύριο λόγο κόντρα σε πολύ αδύναμους αντιπάλους στον ίσως πιο εύκολο όμιλο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος- 92 πόντους ανά βραδιά (2η καλύτερη επίδοση).
Από αυτή τη συγκομιδή των πόντων όμως, το 18% προήλθε από λάθη αντιπάλου, το 20% στο ανοιχτό γήπεδο και το 11% από δεύτερες ευκαιρίες. Ουσιαστικά λοιπόν, ένας τεράστιος όγκος του στο σκοράρισμα της Εθνικής προήλθε από τον εκάστοτε “εχθρό” και μέσω μορφών που μπορεί να ελέγξει όπως τα αμυντικά ριμπάουντ και τα λάθη.

Συνολικά, προσμετρώντας και τις βολές όπως και αν προήλθε το φάουλ που τις γέννησε, η ομάδα του Δημήτρη Ιτούδη βρήκε στο σετ παιχνίδι της μόλις το 51% των εν γένει πόντων -σε μια επίδοση πέρα για πέρα αποκαρδιωτική.
Ειδικότερα μάλιστα κόντρα στη Γερμανία, στο ίσως πιο πλούσιο από άποψη ρυθμού παιχνίδι στην ιστορία του Eurobasket, η Επίσημη Αγαπημένη χρειάστηκε 94 κατοχές για να βρει τους στο μάτι πολλούς 96 πόντους της, ενώ οι 39 εξ αυτών ήρθαν από τα προαναφερθέντα στοιχεία που φέρει περισσότερη ευθύνη ο αντίπαλος πάρα η εκάστοτε επίθεση.

Επιμένω, με όλον τον σεβασμό και το θάρρος που φέρει η έλλειψη δημοτικότητάς μου, πως όσο υπάρχει ο Γιάννης Αντετοκούνμπο στην ομάδα το κλειδί για την επιτυχία είναι η μετατροπή στα πρότυπα των Milwaukee Bucks -δηλαδή το χτίσιμο μιας φουρνιάς με αρκετούς σουτέρ κάθε θέσης, γοργοπόδαρους “ψηλούς” και πάρα πολλά γρανάζια στα φτερά που θα μπορούν να λειτουργήσουν τόσο ως Floor spacers όσο και ως ελεύθερη όψη έπειτα από τα αγαπημένα drive n kicks του Greek Freak.
Αυτό φυσικά για να γίνει απαιτεί χρόνο και δουλειά με τα νεότερα παιδιά στις μικρότερες ηλικιακά Εθνικές ομάδες, προκειμένου να χτιστεί από τις βάσεις του ένα προϊόν που σε βάθος χρόνου θα καταφέρει να υποστηρίζει το playstyle των Ανδρών. Τουλάχιστον, ακόμα και αν συνεχίσουμε να παράγουμε κυρίως ρολίστες, ας παράγουμε ρολίστες στα πρότυπα που θέλουμε και όχι παιδιά που αναλώνονται κυρίως σε hustle στοιχεία και αμυντική συνέπεια δίχως κάθε λογής σουτ (spot up, μετά από ντρίμπλα).

Στο σύγχρονο μπάσκετ κερδίζει η επίθεση, οι πολλές και σωστές κατοχές και τα κατάλληλα γρανάζια στο κατάλληλο περιβάλλον.

ΥΓ: Με το να θέτει άπαντες στη σέντρα κανείς δεν πήγε μπροστά. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η φετινή φουρνιά έκανε ό,τι μπορούσε για να χαρίσει στην Ελλάδα αυτό που τόσο ήθελε. Ένα μετάλλιο.

ΥΓ 2 Τα χαμηλά/κανονικά σχήματα είναι το απόλυτο μοτίβο του σύγχρονου μπάσκετ, σε μια καινοτομία που επιτρέπει σε κάθε ομάδα που τα επιλέγει να έχει θεωρητικά καλύτερες επιλογές στο μακρινό σουτ και το switchability.

Χθες, η Ελλάδα τα επέλεξε με τον Γιάννη ή τον Παπαγιάννη στο 5 στα 23 από τα 40 λεπτά του αγώνα. Σ’ αυτό το διάστημα ενός παιχνιδιού που εν τέλει έχασε με 11 πόντους ήταν καλύτερη κατά 4 πόντους. Δε φαίνεται αλλά είναι τρομερή επίδοση σε ένα τέτοιο blow out για τόση ώρα.

Οι δύο “ψηλοί”, που όπως είχαμε αναφέρει ήδη από τον αγώνα στην Πόλη με την Τουρκία για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2023 δεν ταιριάζουν παρέα στο παρκέ, έπαιξαν ταυτόχρονα 12 λεπτά. Σ’ αυτό το διάστημα, η Ελλάδα ήταν χειρότερη κατά 18 πόντους. Σκόραρε για την ακρίβεια 23 πόντους (και 0 στα πρώτα τέσσερα λεπτά περίπου της καθοριστικής 3ης περιόδου) και επέτρεψε 41.

Αναλυτικά οι μίξεις του Ιτούδη στην frontline:

  1. Γιάννης + Παπαγιάννης: -18 σε 12 λεπτά
  2. Γιάννης μόνο: +3 σε 18 λεπτά
  3. Παπαγιάννης μόνο: +1 σε 5 λεπτά

Αναλυτικά ανά περίοδο:

1η: 27-31

Γιάννης + Παπαγιάννης: -8 (17-25)
Γιάννης μόνο: +6 (10-4)
Παπαγιάννης μόνο: -2 (0-2)

2η: 34-26 (61-57)

Γιάννης μόνο: +6 (26-20)
Γιάννης + Παπαγιάννης: 0 (2-2)
Παπαγιάννης μόνο: +2 (6-4)

3η: 10-26 (71-83)

Γιάννης + Παπαγιάννης: -7 (0-7)
Μόνο Γιάννης: -9 (10-19)

4η: 25-24 (97-106)

Μόνο Παπαγιάννης: +1 (5-4)
Γιάννης + Παπαγιάννης: -3 (4-7)
Γιάννης μόνο: 0 (2-2)