Το πρωί της πρώτης ημέρας του Φεβρουαρίου του 1968, οι Echol Cole και Robert Walker, δύο νεαροί μαύροι σκουπιδιάρηδες, φτάνουν έγκαιρα, όπως πάντα, στη δουλειά τους πάρα την καταρρακτώδη βροχή που έπληττε το Memphis του Tennessee.

Το εξ ουρανού νερό όμως, όλο και δυνάμωνε, εμποδίζοντάς τους να κάνουν τη δουλειά τους, αλλά δεν πήραν ποτέ την εντολή να φύγουν για τα σπίτια τους.
Έτσι, οι δύο τους βρήκαν καταφύγιο στο πίσω μέρος μιας σκουπιδιάρας που έστεκε μερικά μέτρα πιο κει, στο συμπιεστή των απορριμμάτων δηλαδή, μέχρι να σταματήσει η καταιγίδα.

Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά, ο συμπιεστής ενεργοποιήθηκε από τον οδηγό του οχήματος, που ισχυρίστηκε θερμά ότι δεν τους είχε δει, με αποτέλεσμα τα δύο κορμιά να διαλυθούν συθέμελα από τις δαγκάνες που καταστρέφουν κάθε υλικό.

Ακόμα και σάρκες.

Οι Αφροαμερικανοί στην περιοχή όμως, είχαν ανεχθεί ήδη αρκετά για να κάνουν τα στραβά μάτια στον τρομακτικό θάνατο δύο αδερφών τους εν ώρα εργασίας και αποφάσισαν να δράσουν.
11 ημέρες μετά το θλιβερό περιστατικό, στις 12 Φεβρουαρίου, 1.300 μαύροι εργάτες της πόλης ξεκινούν μια από τις πιο τρανές πορείες στην ιστορία των ΗΠΑ, απαιτώντας με τόλμη ψυχής και φωνής στον λευκό αέρα του Tennessee αυτά που αναλογούν σε κάθε έναν από αυτούς, σε κάθε συνάδελφό τους.

Περισσότερα χρήματα, ασφάλεια, άδειες και φυσικά πληρωμή για τις ημέρες που έβρεχε πολύ και αναγκάζονταν να τους διώξουν από τη δουλειά.

Η πορεία θα διαρκούσε σχεδόν 2 μήνες, αλλά η απόλυτη κορυφή της έλαβε χώρα στις 28 Μαρτίου, όταν ο Martin Luther King έφτασε στο Memphis για να ηγηθεί των ανθρώπων που πάλευαν με μανία για την ελευθερία και την ισονομία.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, περίπου 22.000 ψυχές ακολούθησαν εκείνη την ημέρα τον Dr., πριν η κατάσταση εκτροχιαστεί για τα καλά όταν διάφοροι μαθητές ξέσπασαν διαλύοντας κάθε βιτρίνα και αυτοκίνητο που βρισκόταν στο διάβα τους, παρά την αντίθετη καθοδήγηση του King.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση επέμβαση της τοπικής αστυνομίας, που δεν ήθελε και πολύ για να ανοίξει πυρ στο διάβα της πορείας, τραυματίζοντας 60 ανθρώπους και σκοτώνοντας έναν.
Τον 16χρονο Larry Payne, που με το που είδε τα μπλε όπλα να τον σημαδεύουν, σήκωσε τα χέρια του ψηλά.

Αλλά αυτό δεν αρκούσε.

Στις 3 Απριλίου, με την πορεία να έχει υποχωρήσει στην περιοχή αλλά να έχει εξαγριωθεί στην πρωτεύουσα Washington που κυοφόρησε άμεσα το παράδειγμα του Memphis σε νέες διαμαρτυρίες, ο Martin Luther King βγάζει έναν από τους πιο αναγνωρισμένους και φλογερούς λόγους του, όταν μπροστά σε εκατοντάδες βασανισμένες και αδικημένες ψυχές, εκφωνεί -αναγκάζοντάς τις να ζητωκραυγάζουν από χαρμολύπη μπροστά του:

«Έχω δει τη γη της Επαγγελίας.
Ίσως να μη φτάσω εκεί μαζί σας. Αλλά θέλω να ξέρετε απόψε πως όλοι μας, ως άνθρωποι, θα φτάσουμε στη γη της Επαγγελίας.

Είμαι τόσο χαρούμενος σήμερα.
Δεν ανησυχώ για τίποτα.
Δε φοβάμαι κανέναν.
Γιατί τα μάτια μου έχουν δει τη δόξα του ερχομού του Θεού».

 

 

Ήταν τα τελευταία 30 δευτερόλεπτα που έβγαλε ποτέ από το γεμάτο λύσσα για άμεση αλλαγή στόμα του.

Το επόμενο απόγευμα, στις 4 Απριλίου, η φωνή τόσων και τόσων ανθρώπων στο δρόμο για έναν καλύτερο κόσμο σιγάει για πάντα, μετά τη σφαίρα που δέχθηκε στο μπαλκόνι του Lorraine Motel από τον λευκό James Earl Ray.
Ο θάνατός του όμως, όπως άλλωστε και η ζωή του, κατάφερε να ξεσηκώσει τα κατευνασμένα πνεύματα σε όλη τη χώρα, με τους εργάτες κάθε χρώματος και φυλής να ξεσηκώνονται ενάντια στον ίδιο εχθρό, την εκμετάλλευση, και εν τέλει να κερδίζουν αυτά για τα οποία πολεμούσαν τόσο καιρό.

Την ισονομία, την αύξηση των μισθών αλλά και την αναγνώριση του σωματείου των σκουπιδιάρηδων, οι οποίοι είχαν αποφασίσει πριν από μερικούς μήνες -τιμώντας το χαρακτηριστικό «I am a man» των φωνών τους- να αντιδράσουν για το μοιραίο θάνατο δύο συναδέλφων τους.

Το Memphis έχει τη δική του ιστορία, και ο καθένας, ό,τι και αν εκπροσωπεί, μπορεί να ταυτιστεί τόσο με τον ζοφερό ρατσισμό όσο και τον απαράμιλλο αγώνα για την πάταξή του.
Μια ιστορία λαμπρή στο πέρασμα των καιρών για την ελευθερία και για την εργατική τάξη, που εκείνες τις μέρες του Απριλίου του 1968 κατάλαβε την πραγματική της δύναμη.

Ο Mike Conley πέρασε 12 ολόκληρα χρόνια στην πόλη και τους τοπικούς Grizzlies πριν μεταβεί στους Utah Jazz.
Κέρδισε, έχασε, σκόραρε, αστόχησε.

 

 

Αλλά κυρίως έμαθε.

Έμαθε για το βίο του King.
Έμαθε για τους αγώνες των Αφροαμερικάνων για ένα πιο όμορφο αύριο.
Έμαθε για την άγρια στάση των αρχών, του τύπου και της πολιτείας απέναντι στα αυτονόητα δικαιώματά τους.

Τα έμαθε όλα αυτά, τα έκλεισε σφιχτά στο χέρι του και έκτοτε δεν τα άφησε ποτέ να ξεγλιστρήσουν.

Τον Ιούλιο του 2020, εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού που λίγους μήνες πριν είχε βάλει λουκέτο σε όλον τον πλανήτη, το ΝΒΑ θα κλειστεί στη «φούσκα» του Orlando για να τελειώσει τη σεζόν.

Αλλά ακόμα και αυτό το τόσο κοσμοϊστορικό γεγονός δεν έχει καμία ισχύ στο δέος όσων γίνονται στους πραγματικούς δρόμους και τις πραγματικές γειτονιές, όπου η ορμή των αστυνομικών δυνάμεων κατά των Αφροαμερικάνων συμπολιτών τους έχει ξεφύγει -με αποτέλεσμα τη χαρακτηριστική πλέον δολοφονία του George Floyd, που ποδοπατήθηκε μέχρι ασφυξίας στο λαιμό.

Οι παίκτες του ΝΒΑ αποφάσισαν να δράσουν με τον τρόπο τους στον δικό τους… bigbrotherίστικο μικρόκοσμο και να ακολουθήσουν τις διαδηλώσεις με τη φωνή τους, γεμίζοντας τις πλάτες τους με μηνύματα αντιρατσιστικά, με μηνύματα αγάπης.

Όταν ήρθε η σειρά του Conley να διαλέξει το δικό του, κοντοστάθηκε για λίγο.
Το μάτι του όμως, έπεσε λίγες στιγμές μετά σε εκείνο το χέρι που κρατούσε εδώ και χρόνια σφιχτά το αίμα στους δρόμους του Tennessee, τη ζοφερή αδικία εις βάρος της φυλής του, την επανάληψη της ιστορίας μπροστά στα μάτια του.

Και τότε, αποφάσισε μονομιάς, κρεμώντας το χαρακτηριστικό «I am a man» των διαδηλώσεων του 1968 στην πλάτη του μα και στην καρδιά του, επιλέγοντας μια ματωμένη φανέλα για να δείξει το καλό και το σώφρον σε μια κοινωνία που εδώ και αιώνες κοιτάει μόνο τον καθρέφτη της.

 

 

Σήμερα, ο Mike Conley γίνεται 34 ετών.