Χοντρός, άφραγκος, cult, αποτυχημένος.
Αυτοί είναι μερικοί από τους πιο συνηθισμένους χαρακτηρισμούς όταν ξαφνικά ορμάει στην κουβέντα το βαρύ όνομα του Eddy Curry.

Η αλήθεια όμως, και η σημασία της δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ με τη θρασύτητα αυτών των μίζερων λέξεων.

Το 2007, ο “Baby Shaq” βιώνει την καλύτερη σεζόν του στο ΝΒΑ μετρώντας 19.5 πόντους με 58% ευστοχία στα δίποντά του και 4 κερδισμένα για βολές φάουλ, με το τρομακτικό του σωματότυπο (2.13 μέτρα/ 133 κιλά) απλά να μη δύναται να περιοριστεί ακόμα και σε μια εποχή όπου απείχε οικτρά από το softness και το “κόντεμα” της σημερινής.
Ένας από τους λόγους των επιτυχιών του ήταν φυσικά η ευτυχία μακριά από τα παρκέ, με τον Eddy να γνωρίζει την Nova σε ένα road trip των New York Knicks στο Chicago, να την ερωτεύεται και να είναι αρκετά τυχερός βλέποντάς την να τον ερωτεύεται και αυτή τόσο δυνατά που η τεράστια απόσταση φάνταζε ταπεινή πια.

 

 

Δε βλέπονταν τόσο συχνά, δεν αγκαλιάζονταν τόσο συχνά, δεν έκαναν έρωτα τόσο συχνά λόγω της απόστασης και των απαιτήσεων του ΝΒΑ.
Ωστόσο, πρόλαβαν να κάνουν μαζί δύο παιδιά, τον Noah και την Ava, δίχως ατυχήματα και λάθη αλλά από αγνή αγάπη.

Η Nova όμως, όσο και αν ήθελε ο Eddy να ήταν αντίστροφοι οι ρόλοι, δεν ήταν η σύζυγός του αλλά η ερωμένη του, με την Patrice, την γυναίκα του, να τον περιμένει στη Νέα Υόρκη όσο εκείνος είτε ταξίδευε με την ομάδα είτε ταξίδευε στα αστέρια του πάθους με τη μοναδική κοπέλα που αγάπησε ποτέ του.

Δεν ήταν σωστό, αλλά η αγάπη σπάνια έχει δίκιο.
Και το κάρμα -ή όπως θέλει ο καθένας να το πει- φρόντισε να τιμωρήσει με τον χειρότερο τρόπο το παράνομο ζευγάρι και τους καρπούς τους.

Τον Ιανουάριο του 2009, και ενώ ο Curry είχε παρατήσει σε τέτοιο βαθμό το σώμα του που ο Mike D’Antoni, τότε head coach των Knicks, τον είχε θέσει εκτός rotation, o Frederick Goings, χτυπημένος από τον πόνο της ζήλιας που γεννά η αναγάπητη αγάπη, περνάει κάθε όριο και ορμάει οπλισμένος στο σπίτι της, έτοιμος για όλα.

Δύο μεγάλοι πυροβολισμοί, μια μεγάλη κραυγή.
Και έπειτα δυνατές σειρήνες, φασαρία από τον δρόμο, ταχύτατα ανεβασμένα ρολά παραθύρου και ένα ατελείωτο μπλε ζωντανεύουν την πόλη και φωτίζουν τα πτώματα της Nova και της νεογέννητης Ava, την οποία κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της ενώ τη νανούριζε γλυκά για να κοιμηθεί.

Ήταν 24.
Ήταν 10 μηνών.

 

 

Ο Curry ήταν στη Philadelphia εκείνες τις ημέρες, εκτός πλάνων φυσικά αλλά όντας επαγγελματίας έπρεπε να δώσει το “παρών”.
Μόλις το έμαθε, ο πελώριος γίγαντας λύγισε σαν πύργος φτιαγμένος από χώμα και προσγειώθηκε στο αχανές σύρμα της πραγματικότητας.
Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει.

Ο έρωτας της ζωής του είχε φύγει για τα καλά από κοντά του.
Μέσα του όμως, η σπίθα ζωηρή.
Ζωηρή και μοσχομυρωδάτη.
Πώς είναι δυνατόν να πεθάνει η μυρωδιά;

Ο Eddy Curry απέτυχε να προσαρμοστεί σε ένα άθλημα που ποτέ δεν γούσταρε, σε μια λίγκα που ποτέ δεν ανέχτηκε, σε ένα σύνολο άγραφων νόμων που ποτέ δεν έλαβε υπ’ όψιν.

Αν είχε το θάρρος να μιλήσει στη γυναίκα του, ίσως όλα να ήταν διαφορετικά.
Ίσως να χαλάρωναν αυτή τη στιγμή σε κάποιο απομονωμένο σπίτι στο αγαπημένο του Illinois παρέα με μια ταινία και μερικά γέλια, από εκείνα τα αληθινά που σε κάνουν να αισθάνεσαι ζωντανός και γεμάτος.
Ίσως να ανησυχούσε σαν κλασικός μπαμπάς για τα πρώτα καρδιοχτύπια της Ava, όταν αργούσε να γυρίσει τα βράδια ή όταν δε του μιλούσε όπως παλιά.
Ίσως να άλλαζε τη ζωή του Noah όταν του μιλούσε περνώντας το χέρι του στον ώμο του για τη σημασία του θάρρους, του λάθους και του “θανάτου” του.

Αλλά τώρα, τα εισαγωγικά απέχουν.
Το ίδιο και το μυαλό του Curry, που έμεινε σφηνωμένο σε εκείνο το μικρό αλλά γεμάτο αγάπη διαμέρισμα του Chicago, στις παιδικές φωνές, στα “θα ξαναέρθω“.

O Eddy Curry γίνεται 39 ετών.