29 Φεβρουαρίου 2004.
Στο τελευταίο μέχρι τη φετινή του επιστροφή στο Ηράκλειο της Κρήτης Final Four στο Κύπελλο Ελλάδος, ο Άρης και ο Ολυμπιακός προσπερνούν τα εμπόδια των Απόλλωνα Πατρών και Περιστερίου, αντίστοιχα, και προκρίνονται στο μεγάλο τελικό του θεσμού.

Εκεί, σε ένα εξαιρετικά επεισοδιακό παιχνίδι γεμάτο φασαρία στις εξέδρες, ενστάσεις αλλά και διακοπή 2.5 περίπου ωρών εξαιτίας ρίψης φωτοβολίδας λίγο πριν το φινάλε της 3ης περιόδου, οι Θεσσαλονικείς καταφέρνουν εν τέλει να επιβιώσουν κόντρα στους “ερυθρόλευκους” με μεγάλες φάσεις σε άμυνα και επίθεση στο τέλος και να φτάσουν κάπως έτσι στην κατάκτηση του 8ου τίτλου τους στην εν λόγω διοργάνωση στο δεύτερο μάλιστα συνεχόμενο τελικό τους σε αυτήν.
Αν δεν υπήρχε όμως η μπασκετική τρέλα του Smush Parker, δύσκολα η εκπνοή της βραδιάς θα τους έβρισκε στη θετική πλευρά του πίνακα του σκορ…

Ο Αμερικανός -που κανονικά λεγόταν William Henry Parker πριν του “κολλήσει” το παρατσούκλι “Smush” από τον τρόπο που… πείραζε τους αντιπάλους του στα διάφορα μόνα του Brooklyn, της γενέτειράς του, στα εφηβικά του χρόνια- ήταν ένας ατίθασος παίκτης αλλά και ένα τυπικό μοτίβο Point Guard που ερχόταν εκείνη την εποχή από το Κολέγιο ή το ΝΒΑ.
Ήταν πολύ δυνατός και έτοιμος πάντα να απορροφήσει κάθε επαφή, είχε μεγάλη έφεση στο drive, δεν ήταν συγκλονιστικά ψηλός αλλά ήταν πολύ αλτικός και αθλητικός, ενώ η ψυχολογία ήταν το μεγαλύτερο όπλο του -κάτι που απέδειξε και στον τελικό με τον Ολυμπιακό.

 

 

 

Σ’ αυτό το ματς, η άμυνα των Πειραιωτών δεν κατόρθωσε ποτέ να περιορίσει τη μανία του από κάθε μήκος και πλάτος του παρκέ, με τον Parker να τελειώνει τον τελικό ως ο πρώτος σκόρερ με 21 πόντους -την ίδια στιγμή που αφενός ξεπέρασε τον εαυτό του σκοράροντας τρις από την περίμετρο και αφετέρου πήρε πάνω του το ματς στο φινάλε με 6 πόντους στην 4η περίοδο.

 

 

 

Στο μοτίβο των εν λόγω αθλητών πρέπει να προστεθεί και ένα ακόμα χαρακτηριστικό. Ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας με τον οποίο αντιμετωπίζει το εξωτερικό και τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται έχοντας στο μυαλό του μόνο την επαγγελματική επιστροφή στις ΗΠΑ και το ΝΒΑ. Και μετά από μια γεμάτη σεζόν της τάξης των 14 πόντων, 3 ριμπάουντ, 5 ασίστ και 2 κλεψιμάτων (13 πόντοι, 5 ριμπάουντ, 5.5 ασίστ στα Playoffs σε δύο ματς κόντρα στην ΑΕΚ), ο δρόμος αυτός ήταν επιτέλους ορθάνοιχτος έπειτα από σκάρτα 20 ματς σε όλες τις διοργανώσεις στη χώρα μας!

Μετά από μια αναγνωριστική σεζόν σε Detroit και Phoenix (3 πόντοι και 1 ασίστ σε 16 ματς), το καλοκαίρι του 2005 υπογράφει με τους LA Lakers, μια θητεία που θα σημάδευε όλη την καριέρα μα και τη ζωή του -με τη σχέση του με τον εκλιπόντα πλέον Kobe Bryant να είναι ένα εκ των πλέον ιστορικών beefs μεταξύ συμπαικτών που έχει αντικρίσει ποτέ η κοινότητα του ΝΒΑ!

Αρχικά, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των “Λιμνανθρώπων” εκείνη την εποχή, ο Shaquille O’Neal έχει αποχωρήσει ήδη εδώ και ένα χρόνο από την ομάδα ενώ μετά από 3 δαχτυλίδια, 4 Τελικούς σε 5 χρόνια αλλά και μια δεκαετία γεμάτη σταθερή παρουσία στα Playoffs ο οργανισμός της Καλιφόρνια μένει εκτός postseason γνωρίζοντας 48 ήττες σε σύνολο 82 αγώνων…
Όπως γίνεται αντιληπτό, ήταν μια πολύ άσχημη κατάσταση για ένα σύλλογο που είχε καλομάθει στον πρωταθλητισμό, με ένα ρόστερ που αποτελείτο από παίκτες όπως Kwame Brown, Stanislav Medvedenko, Laron Profit και Chris Mihm μεταξύ άλλων να μη γεμίζει τον Kobe Bryant, τον απόλυτο θρύλο της ομάδας ήδη εδώ και σωρεία ετών.
Αν εξαιρέσουμε τον Lamar Odom, ο Bryant μετρώντας 35 πόντους, 5 ριμπάουντ, 4.5 ασίστ και 2 κλεψίματα ανά βραδιά μαζί με τον Parker των 11.5 πόντων, 3 ριμπάουντ, 4 ασίστ και 2 κλεψιμάτων ήταν οι άμεσοι πρωταγωνιστές της επιστροφής των “Λιμνανθρώπων” στα Playoffs τη σεζόν 2005-2006, όταν μέτρησαν 45 νίκες. Ωστόσο, τόσο εκείνη τη χρονιά όσο και την επόμενη (42-40) αποκλείστηκαν στον πρώτο γύρο της Δύσης από τους Phoenix Suns παρόλο που ήταν άκρως ανταγωνιστικοί για το επίπεδο των αντιπάλων τους και του MVP Steve Nash.

 

 

 

Ο Bryant γεννήθηκε νικητής. Αυτή η κατάσταση τον εξόργισε τόσο πολύ ώστε να ζητήσει μέχρι και ανταλλαγή από την ομάδα της καρδιάς του, μη μπορώντας να αντέξει φυσικά την κατάντια της. Και ο Parker ήταν ο πρώτος που πλήρωνε πάντοτε το θυμό του “Black Mamba“, αφού ο Οdom και η πορεία του στο χώρο ήταν φυσικά απροσπέραστη.
Έτσι, ο άλλοτε άσος του Άρη, ο τυπικά 3ος καλύτερος παίκτης εκείνων των φουρνιών των Lakers, έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για τα ξεσπάσματα του απόλυτου σταρ του συλλόγου, ο οποίος φρόντιζε συχνά πυκνά να υπενθυμίζει προς πάσα κατεύθυνση πως ο Parker δεν αξίζει να παίζει στο ΝΒΑ.

Kobe Bryant, 2009: «Λέω συνέχεια στον Steve Nash ότι κέρδισε το MVP μεν, αλλά εγώ έπαιζα με τον Smush Parker. Αυτός έπαιζε με τον Leandro Barbosa και εγώ με τον Parker και τον Kwame Brown. Θεέ μου…».

Μάλιστα, μια φορά κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης, ο Parker γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό για την εξέλιξη της καριέρας του αλλά και πρόθυμος να συσφίξει τη σχέση του με τον Kobe πλησιάζει τον ηγέτη των Lakers και του κάνει μια εύκολη ερώτηση για το American Football.
Aυτος τον κοιτάει, σχεδόν δολοφονικά, και γυρίζοντας ξανά το κεφάλι του εις άλλη κατεύθυνση του ψελλίζει πως δεν είναι στο επίπεδο για να του μιλάει.

Για λόγους που δεν έχουν ποτέ αποσαφηνιστεί, η μεταξύ τους σχέση ήταν πάντοτε έτσι. Κάθε μέρα, κάθε προπόνηση, κάθε σεμινάριο και ταξίδια. Ο Bryant δε ξεπέρασε ποτέ το γεγονός πως από τον O’ Neal και τον Fisher κατέληξε στον Parker -έναν τύπο που πριν από μερικούς μήνες δεν αγωνιζόταν καν στις ΗΠΑ, ούτε καν στην Αμερική.

Kobe Bryant, 2012: «O Smush Parker ήταν ο χειρότερος συμπαίκτης μου. Δεν θα έπρεπε να βρίσκεται καν στο ΝΒΑ, αλλά ήμασταν πολλοί τσιγκούνηδες για να πληρώσουμε έναν Point Guard. Απλά τον αφήναμε να παίζει».

Ο θρύλος του ΝΒΑ φώναζε ακόμα και μετά το πέρας της συνεργασίας τους πως ο Parker δεν άξιζε ποτέ να βρεθεί στο ΝΒΑ. Και είχε δίκιο, με τον άλλοτε άσο του Άρη να γυρίζει πολλές χώρες του κόσμου, να συναντάει διαφορετικά μέρη και κουλτούρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα δις σε Ηρακλή και Περιστέρι) αλλά να μην κατασταλάζει ξανά στην κορυφαία λίγκα του κόσμου.

Χρόνια μετά, ενόσω οι δύο άντρες δεν είχαν μιλήσει ποτέ μεταξύ τους και φυσικά δεν είχαν επιλύσει τη μεταξύ τους έριδα, και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2020, χάνεται πλέον κάθε πιθανότητα να τα βρουν -με τον Kobe Bryant, την κόρη του Gigi αλλά και ακόμα πολλές αθώες ψυχές να χάνονται σε μια θανατηφόρα πτώση ελικοπτέρου.

Η ανάρτηση του Parker συγκλονίζει και αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως η κατάλληλη στιγμή για να αγαπήσεις, να μισήσεις, να βρίσεις ή να ερωτευτείς είναι πάντα το “τώρα”…

Smush Parker, 2020: «Το χειρότερο για μένα σήμερα είναι το γεγονός πως δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να μιλήσω με τον αδερφό μου (σ.σ τον Kobe Bryant) για να λύσουμε τις διαφορές μας. Το σημερινό γεγονός (σ.σ το δυστύχημα του ελικοπτέρου) μας αποδεικνύει πως όσο πετυχημένοι και να είμαστε στη ζωή, όταν μας καλεί ο Θεός από ψηλά ο χρόνος μας τελειώνει. Και αν δεν επενδύσουμε σωστά τον χρόνο μας εδώ στη γη, η ζωή μας στην αιωνιότητα μπορεί να είναι πολύ βασανιστική».

Πριν από μερικές ημέρες, ο Smush Parker έκλεισε τα 41 του χρόνια.

 

 

 

Για την ιστορία, ο ικανός shasher αγωνίστηκε στην Ελλάδα τρεις διαφορετικές σεζόν και μέτρησε 15 πόντους, 3 ριμπάουντ, 4 ασίστ (για 3.5 λάθη) και 1.5 κλέψιμο (για 3 φάουλ) ανά 30 αγωνιστικά λεπτά σε 27 ματς στο επίπεδο της Α1.

Αναλυτικά τα στατιστικά του:

  • 2003-2004 (Άρης): 14 πόντοι, 3 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 2 κλεψίματα/ 3 λάθη, 3 φάουλ (14 ματς, 29 λεπτά)
  • 2010-11 (Ηρακλής): 17 πόντοι, 4 ριμπάουντ, 3.5 ασίστ, 2 κλεψίματα/ 4 λάθη, 3 φάουλ (8 ματς, 31 λεπτά)
  • 2012-2013 (Περιστέρι): 16 πόντοι, 3 ριμπάουντ, 1 ασίστ, 1 κλέψιμο/ 3 λάθη, 3 φάουλ (5 ματς, 33 λεπτά)