«Είμαστε οι ιστορίες που παρατάμε και τα παραμύθια που λέμε στους εαυτούς μας».

Το 2007, ο Brandon Roy και η επί σειρά ετών σύντροφός του, Tiana Bardwell, φέρνουν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, τον BJ, και επιβραβεύουν με τον καλύτερο τρόπο μια σχέση που καρποφορούσε ήδη το κολέγιο της Washington.
Ένα κολέγιο όπου δυσκολεύτηκε πολύ να παρευρεθεί ο πρώην NBAer.

Όντας ένα παιδί που από πολύ μικρή ηλικία είχε στραφεί αποκλειστικά στον αθλητισμό και το μπάσκετ, δεν είχε ουδέποτε τον απαραίτητο χρόνο για να εξασκηθεί ως «καλός μαθητής», με αποτέλεσμα οι βαθμοί του να μην είναι ποτέ οι καλύτεροι δυνατοί.

Μπορεί αυτό να μην ακούγεται τόσο άσχημο, αλλά το σύστημα του NCAA απαιτεί από κάθε φοιτητή -με αθλητική υποτροφία ή όχι- να περάσει το τεστ SAT, ένα σύστημα αξιολόγησης με αρκετά υψηλά όρια πρόκρισης που θυμίζει αρκετά το δικό μας Lower και Proficiency στη δομή του, συν τις όποιες μαθηματικές ερωτήσεις.

Ο Roy, όπως αναφέρθηκε, δεν ήταν ο πιο επιμελής μαθητής του κόσμου όλα αυτά τα χρόνια, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει πολλά μαθητικά κενά, ενώ ταυτόχρονα η δυσκολία του στην ανάγνωση μόνο κακό έκανε στην τελεσφόρηση της όποια επιτυχίας του στο εν λόγω διαγώνισμα.

Απέτυχε μια φορά.
Απέτυχε δύο φορές.
Απέτυχε τρεις φορές.

«Φτάνει πια», θα σκέφτηκε.
Αν αποτύγχανε να μπει στο κολέγιο, τότε τα όνειρά του για το ΝΒΑ θα πετάγονταν με κρότο σε ένα γεμάτο από θλίψη κάδο με ξεσκισμένο μέλλον.

Γι’ αυτό κόπιασε.
Διάβαζε περισσότερο, συγκεντρωνόταν περισσότερο, προσπαθούσε περισσότερο.

Και τελικά, η τέταρτη απόπειρα ήταν και η καρμική, με τον Βrandon να καταφέρνει έτσι να εισέλθει σε ένα από τα ανώτατα -μπασκετικά και εκπαιδευτικά- ιδρύματα της χώρας, αυτό της Washington, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές νίκες της έφηβης ζωής του.

Έτσι, ήταν ακόμα αρκετά κοντά στο πατρικό του σπίτι, με τους γονείς του να χρειάζονται μόλις μια ώρα οδήγησης για να δουν το γιο τους να διαλύει κάθε ομάδα της χώρας και να οδηγεί το κολέγιό του σε 3 διαδοχικές March Madness, αλλά και να γίνεται ο πρώτος παίκτης από το 1953 που βλέπει τη φανέλα του να κρέμεται περήφανα στην οροφή του Edmundson Pavilion.

 

 

 

Τι θα γινόταν αν δεν τα κατάφερνε σε εκείνο το τεστ;

Δε θα έπαιζε ποτέ επαγγελματικό μπάσκετ, πόσο μάλλον δε στο ΝΒΑ.
Αλλά και δε θα γνώριζε τη μητέρα των δύο του παιδιών, την Tiana.

Το 2008 λοιπόν, ένα χρόνο δηλαδή μετά τη γέννηση του πρώτου τους τέκνου, οι δυο τους παρέμεναν ακόμα άγαμοι, κάτι που ήθελαν σύντομα να αλλάξει.

Έτσι, μια μέρα, ο Brandon την αγκαλιάζει στοργικά και της ανακοινώνει πως θα πήγαιναν σε λίγες ώρες να αγοράσουν όποιο δαχτυλίδι της άρεσε για να επισημοποιήσουν τη σχέση τους.

Η Tiana χάρηκε πάρα πολύ και άρχισε να ζητοκραυγάζει σαν μικρό κοριτσάκι ξανά, αφού θα είχε επιτέλους την ευκαιρία να καταφέρει να παντρευτεί τον εφηβικό της έρωτα, που δεν την άφησε λεπτό από κοντά του, ακόμα και όταν οι υποχρεώσεις στο ΝΒΑ και τους Blazers άρχισαν να αυξάνονται δραματικά.

Λίγο πριν φύγουν από το σπίτι τους, ο Roy αγκαλιάζει τον μικρό BJ και ρωτάει την κοπέλα του αν θα μπορούσε να του φέρει μια συγκεκριμένη μπλούζα από το συρτάρι του, δίπλα στο κομοδίνο του κρεβατιού τους.

Χωρίς να υποψιαστεί τίποτα, η Tiana αρχίζει και ψαχουλεύει τα πράγματα στο συρτάρι, τσαλαπατάει τα ρούχα, τα αναποδογυρίζει, αλλά μάταια.

Η μπλούζα δεν ήταν πουθενά.

Τη στιγμή που είναι έτοιμη να ανοίξει το στόμα της για να «διαμαρτυρηθεί» στο σύντροφό της, το χέρι της αγγίζει ένα κατακόκκινο κουτάκι, το οποίο έκρυβε μέσα του ένα τεράστιο δαχτυλίδι.
Ένα ακόμα πιο τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, και αμέσως τότε, ο Brandon με τον γιο του στην αγκαλιά, μπαίνει στο δωμάτιο και της λέει:

«Ο BJ με ρώτησε αν θέλεις να παντρευτείς τον μπαμπά του».

Η απάντηση ήταν «ναι» φυσικά, και ο Roy άντλησε μια απέραντη χαρά.
Μια απέραντη χαρά πριν από μια χαώδη καταιγίδα.

Ο Brandon Roy είναι ένας από τους πιο πλήρεις επιθετικά παίκτες που έχουν περάσει κατά τη νέα χιλιετία στο ΝΒΑ.

Τρομερός slasher, τρομερός σουτέρ, τρομερός στην επαφή, τρομερός maker, τρομερός clutch παίκτης.

 

 

 

Αλλά το παραμύθι του δεν άντεξε αρκετά.
Τουλάχιστον όχι όσο θα ήθελε.
Τουλάχιστον όχι όσο θα θέλαμε όλοι.

Από τις πρώιμες στιγμές του στο πρωτάθλημα, τα γόνατά του έμοιαζαν ανίκανα να αντέξουν το εκκωφαντικό επίπεδο ρυθμού του ΝΒΑ, με την πτώση πόνου και οδύνης στα παρκέ της λίγκας να γίνεται εικόνα γνώριμη για τον Roy και τους φίλους των Blazers, που πολλάκις αντίκρισαν έναν παίκτη της ομάδας τους να υποφέρει από τραυματισμούς.

Και κάπως έτσι, μόλις 5 χρόνια μετά την είσοδό του στη λίγκα -διάστημα στο οποίο προλάβει να γίνει 3 φορές All Star- o σπουδαίος Brandon Roy ανακοινώνει την απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό δράση.

Στα 26 του μόλις χρόνια.

Οι γιατροί του έδωσαν την ελευθερία της επιλογής.
Μπάσκετ ή μια κανονική ζωή.

Πόνεσε πολύ αυτή η επιλογή.

Δύο πόρτες τεράστιες και κομβικές για τον ίδιο.
Η μία, με τη φανέλα του Portland, να διαλύει κάθε άμυνα, να ξεσηκώνει όλη την πόλη και να την οδηγεί βαθιά στα Playoffs.
Από την άλλη, η οικογένειά του, η αγκαλιά της γυναίκας του, τα δαχτυλίδια της καθημερινότητάς που προήλθαν από ένα κανονικό δαχτυλίδι.

Διάλεξε τη δεύτερη, τη λιγότερο λαμπρή μα πιο σημαντική.

Και όσο και αν τον πονάει βαθιά μέσα του ακόμα και σήμερα, έκανε τη σωστή επιλογή.
Γιατί ήρωας δε γίνεσαι μονάχα όταν κανείς το ανυπέρβλητα ακατόρθωτο, αλλά και όταν αφήνεις την καρδιά σου να σπάσει, να γίνει χίλια κομμάτια και μετά, αντί να τη μαζέψεις και την κολλήσεις ξανά, την ενώνεις και τη δίνεις για πάντα στους αγαπημένους σου.