Τη δεκαετία του 1920, περίπου 50.000 Έλληνες αποφάσισαν να αφήσουν την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή μακριά από τη φτώχεια του πρότερου βίου τους.
Ειδικότερα από το 1923, όταν η πολιτική εισόδου και παραμονής στις Πολιτείες γίνεται ακόμα πιο εύκολη και προσιτή, μέχρι και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ποσό αυτό ανέρχεται πλέον στις ~80.000 ψυχές, σε μια αναλογία που καλωσορίζει περισσότερος από 3.500 συμπατριώτες μας σε περιοχές πως η California, η Νέα Υόρκη και η Βοστόνη.

Ωστόσο, υπήρχε ένα τίμημα.
Για να παραμείνει κάποιος μόνιμα στις ΗΠΑ, έπρεπε να αφήσει πίσω του την ελληνική υπηκοότητα και να φορέσει την αμερικανική.

Μην έχοντας άλλη επιλογή, η πλειονότητα άλλαξε ιθαγένεια.
Ανάμεσά τους και η οικογένεια Τσιωρόπουλου.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 λοιπόν, ο πατέρας της οικογένειας συνεχίζει την τέχνη του δικού του πατέρα στη νέα ήπειρο και πιάνει δουλειά ως βυρσοδέψης στη Μασαχουσέτη.

Κάθε μέρα, έτριβε δεκάδες δέρματα ζώων.
Ξανά και ξανά.
Τα αποτρίχωνε, τα έπλενε, τα φρόντιζε.
Ξανά και ξανά.

Και ύστερα, όταν πια είχε νυχτώσει βαθιά, γύριζε στο σπίτι με ελάχιστες κουβέντες να βγαίνουν από το στόμα του, έτρωγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και καθόταν με ένα ποτήρι πορτοκαλί ουίσκι στο χέρι στη μεγάλη του κόκκινη πολυθρόνα, μουρμουρώντας στα ελληνικά και κοιτάζοντας αέναα το ταβάνι.

Ενώ τα έκανε αυτά κάθε νύχτα, ένα νεαρό παιδί, ο Lou, γεννημένο στη Μασαχουσέτη, είχε στα χέρια του κάτι επίσης χρώματα.
Μια καφέ μπάλα American football και μια πορτοκαλί μπάσκετ, με τις οποίες φρόντιζε να παίζει κάθε μέρα.

Όσο εγωιστικό και αν ακούγεται, δεν ήθελε να περάσει ούτε έξω από την πόρτα του βυρσοδεψείου, μην έχοντας καμία αγάπη για την οικογενειακή κουλτούρα των προγόνων του.

Τα όνειρά του βάφτηκε εν τέλει πορτοκαλί.
Και κατάφερε να δώσει αυτήν την απόχρωση και στην πραγματικότητά του.

Μπορεί στο άκουσμά του το πανεπιστήμιο του Kentucky να τρομάζει, αλλά αυτό που είναι πιο αξιέπαινο είναι το γεγονός πως ο Τσιωρόπουλος, ένας από τους κορυφαίους rebounders της ιστορίας του, το έκανε ηχηρό στο πέρασμα του χρόνου, οδηγώντάς το -μαζί με τους κολλητούς του φίλους Cliff Hagan και Frank Ramsey– στο πρωτάθλημα του 1951, αλλά και στο ασύλληπτο 25-0 στην κανονική περίοδο τρία χρόνια αργότερα, πριν η γενική αρχή του NCAA θυμηθεί πως έχουν αποφοιτήσει και είναι παράνομο να συμμετάσχουν στο σημερινό March Madness!

Πόσο σημαντικός ήταν ο Greek Mafia -παρατσούκλι το οποίοι αποκόμισε εξαιτίας της πειθούς του- για το Kentucky, τον οργανισμό με τις περισσότερες συμμετοχές σε τελική φάση της λίγκας;
Τόσο που έγινε μόλις ο 7ος αθλητής, και ο πρώτος από το 1949, που αντίκρισε τη φανέλα του να κρέμεται στη θεσπέσια οροφή της Rupp Arena, με το μπλε 16 του να κοσμεί το γήπεδο μέχρι και σήμερα.

Μετά την αποφοίτηση και την απαγόρευση της επιστροφής στο αγαπημένο του Lexington, αποφάσισε να μεταβεί στο ΝΒΑ, με τους λάτρεις του ελληνικού στοιχείου Boston Celtics (έχουν επιλέξει στα Draft Τσιωρόπουλο, Στεργάκο, Γκάλη, Γιαννάκη), που τον είχαν “ψαρέψει” ήδη από το 1953, να τον υποδέχονται με 3 χρόνια καθυστέρηση.

Στη Βοστόνη του Red Auerbach είχε άμεσα τον ρόλο του back up του σπουδαίου Tom Heinsohn, με τον οποίο μάλιστα μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο στα ταξίδια, και αγωνιζόταν 19 λεπτά ανά βραδιά, επίδοση που, με εξαίρεση τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, είναι η καλύτερη ελληνική όλων των εποχών!

Μπορεί να ήταν ρολίστας και να είχε αναλάβει τον ρόλο του σκληρού (3 φάουλ μέσο όρο καριέρας), αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε από το να δείξει το πλούσιο ρεπερτόριό του εκτελώντας 7 σουτ ανά αγώνα δίπλα σε θρύλους του ΝΒΑ όπως οι Bill Russell, Tom Heinsohn, Bob Cousy, KC και Sam Jones (6 πόντοι, 5 ριμπάουντ μέσοι όροι).

Ταυτόχρονα, πανηγύρισε και 2 πρωταθλήματα κόσμου με τους Κέλτες, τα πρώτα στην ιστορία του πλέον ιστορικού συλλόγου των ΗΠΑ, φτάνοντας σε 3 Τελικούς σε 3 χρόνια καριέρας, πριν εγκαταλείψει εξαιτίας τραυματισμών και φυσικά ανύπαρκτης οικονομικής κάλυψης μετά τον τίτλο του 1959.

Ήταν ο καλύτερος παίκτης του κόσμου; Όχι.
Είναι ο καλύτερος Έλληνας παίκτης στο ΝΒΑ;
Όχι.
Είναι ο πιο υποτιμημένος Έλληνας παίκτης στο ΝΒΑ;
Ναι.

Ο Lou Τσιωρόπουλος είναι o δεύτερος πιο επιτυχημένος ομαδικά Έλληνας αθλητής όλων των εποχών στο ΝΒΑ -μετά τον Kurt Rambis– μετρώντας 2 δαχτυλίδια (4 ο Kurt), αλλά και ο πιο συνολικά κερδοφόρος στις ΗΠΑ -σε NCAA και ΝΒΑ (2 + 1 τίτλοι).

Είναι όνειδος να αναφέρεται συνεχώς πως ο Κώστας Αντετοκούνμπο έγινε ο πρώτος Έλληνας που έφτασε σε Τελικούς και ο πρώτος που τους κατέκτησε, και ο Γιάννης ο πρώτος που τα κατάφερε ενώ αγωνίστηκε.
Μπορεί το επίπεδο δυσκολίας συγκριτικά με τους προαναφερθέντες να είναι τρομερά πιο υψηλό (πρωταγωνιστής- ρολίστες), αλλά η ελληνική φτώχεια των περασμένων δεκαετιών έχει γεννήσει κύμα πόνου, ιστοριών, επιτυχιών και ατέρμονων σκέψεων της μαμάς πατρίδας, την οποία οι περισσότεροι δεν αντίκρισαν ποτέ ξανά μετά εκείνη την ζοφερή επιβίβαση στο παγερό πλοίο.

Ας μην τα ξεγράφουμε.
Ας μην τα αγνοούμε.
Ας μην τα υποτιμούμε.

Σχεδόν σε όλες τις αναφορές του Lou Τσιωρόπουλου που βρήκα, χαρακτηρίζεται ως “ένας δυνατός Έλληνας”, “μια μεγάλη ελληνική μύτη, “Greek Mafia” κλπ.

Δε γνωρίζουμε τι ένιωθε περισσότερο. Αμερικανός ή Έλληνας.

Γνωρίζουμε όμως, πόσο ακατόρθωτο ήταν να ζήσει κανείς στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή όντας μη Αμερικανός στην ιθαγένεια.

Είτε Έλληνας, είτε Αμερικανός, είτε Ελληνοαμερικανός είτε… Αμερικανοέλληνας, ο Lou Τσιωρώπουλος ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα το 1930!