Υπάρχουν τα φώτα μιας συναυλίας, που είναι τόσο σκοτεινά λαμπερά και μπαίνουν μέσα στη ψυχή σου και τη γαληνεύουν με τον πιο ρυθμικό τόνο.
Υπάρχει το φως του ήλιου σε μια βρώμικη πυλωτή, που δηλώνει σε έναν ταλαιπωρημένο άστεγο πως ήρθε η ώρα να βρει το επόμενο καταφύγιό του.
Υπάρχει το φως της έμπνευσης, που διαπερνάει τη ψυχή σου και την κάνει δική του πολύ πριν φτάσει στο χέρι και το μυαλό σου.
Υπάρχουν και τα φώτα της Νέας Υόρκης, της πιο ζωντανής πόλης του κόσμου, της πιο δίκαιης, της πιο άδικης, της πιο ανάμεικτης, της πιο διαφορετικής.

Ο Kemba Walker τη ξέρει καλά αυτή την πόλη.
Ξέρει τα στέκια της, τις γωνιές της, τις παρέες της, τα σκοτάδια της, τα ανοιχτά της γήπεδα.

Εκεί περνούσε κάθε μέρα και κάθε βράδυ της εφηβικής του ζωής, παρέα με μια ξεφούσκωτη κάτι-σαν-πορτοκαλί μπάλα και μια δίχως δίχτυα μπασκέτα, που δήλωνε κατά βάθος ποια είναι η μοναδική ομάδα της πόλης…

Όπως ο DeMar DeRozan στο Compton, έτσι και ο Kemba στo Bronx θεωρούνται κάτι παραπάνω από μπασκετμπολίστες του ΝΒΑ, και γι’ αυτό λατρεύονται σε κάθε ένα τους νέο βήμα στις παιδικές τους γειτονιές.

 

 

Γιατί;

Γιατί ξεκίνησαν από χαμηλά. Από πολύ χαμηλά.
Πέρασαν δύσκολα, τα πέρασαν μαζί με άλλους.
Πείνασαν, κόπιασαν, ίδρωσαν.
Και εν τέλει, τα κατάφεραν, φωνάζοντας με πάθος και τιμή τις ασφάλτους των νεανικών τους χρόνων πάντοτε.

Πώς να μην τους αγκαλιάζουν αυτοί που τόσα χρόνια βλέπουν τα βήματά τους και ήθελαν πάντα να περπατούν μαζί τους;

Ένας από αυτούς είναι και ο “BookRichardson, προπονητής του Walker στην ιστορική ομάδα των Gauchos του Rice High School, ο οποίος -σε μια σουρεαλιστική νότα της μοίρας- ήταν στο γήπεδο της ομάδας στο Harlem τη στιγμή που έμαθε πως ο πάλαι ποτέ παίκτης του γύριζε στη Νέα Υόρκη για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια.

Δε μπόρεσε να κρατηθεί.
Δεν ήθελε να κρατηθεί.
Δεν έπρεπε να κρατηθεί.

Ξέσπασε σε κλάματα.

Κλάματα χαράς, όπως ανέφερε, για ένα παιδί μεταναστών από τη Τζαμάικα που γυρίζει σπίτι του, στην οικογένειά του, στα παιδικά του χρόνια.
Κλάματα για χαράς για “ένα εργατικό παιδί μιας εργατικής οικογένειας, που είναι η επιτομή της Νέας Υόρκης και των Knicks“.

 

 

Όσοι δεν έχουμε πατήσει στα εδάφη της Νέας Υόρκης, την έχουμε στο μυαλό μας ως μια μεγαλεπήβολη πόλη, λαμπερή και ζωηρή, ξεχνώντας τα ορυχεία, τους Ιρλανδούς, τις συμμορίες, την επανάσταση.

Η Νέα Υόρκη είναι μια κινητή ιστορία, είναι μια πόλη με αρώματα, με χρώματα, με σωστά και λάθη.

Μπορείς να χαμογελάς πολύ στη ζωή σου.
Μπορείς να κλαις συνέχεια.

Αλλά άμα τύχει να ζήσεις εκεί, θα θέλεις να το κάνεις μονάχα στα πέρατά της, χωρίς στάσεις και τάσεις για φυγή.

Και έτσι, ο Cardiac Kemba, ένας άνθρωπος που όπου παράτησε το πατρικό του σπίτι, τις νεανικές του παρέες και την κουλτούρα της, επιστρέφει με δάκρυα στα μάτια σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, τιμώντας το παρατσούκλι του, αφού άφησε την καρδιά του να επιλέξει για το υπόλοιπο σώμα.

Γιατί αν έχει μια υπερδύναμη η αγάπη, αυτή είναι η μανία -σαν άλλο δαχτυλίδι του Lord Of The Rings– να σε ελκύει σε αυτήν όπου και αν είσαι, όπως και αν είσαι, με όποιον και αν είσαι.

Και μετά από μια πολύ στενάχωρη χρονιά στη Βοστόνη, γεμάτη αμφισβήτηση, αμφιβολίες και τραυματισμούς, ο σπουδαίος Kemba Walker γυρίζει πίσω θέλοντας να τελειώσει εκεί όπου άρχισε.

Στη Νέα Υόρκη.

 

 

Στους δρόμους όπου έτρεχε μικρός.
Στους δρόμους όπου έφτιαξε το όνομά του.
Στους δρόμους που έφερνε στο νου του κάθε νύχτα που ξάπλωνε στα πέρατα της χώρας.

Στην ομάδα των ονείρων του.
Στους Knicks.