Ποιος είναι ο καλύτερος προπονητής στην χώρα στον τομέα των κερδοφόρων χρημάτων για τα πανεπιστήμια; Οι πρώτες εκτιμήσεις έχουν γίνει και τα αποτελέσματα προξενούν εκπλήξεις! Όταν πρόκειται για την απόδοση της επένδυσης ενός σχολείου στο μπάσκετ οι προπονητές που απαρτίζουν το Top 3 είναι: #1 ο Μάρκ Φιού του Gonzaga University, #2 oTζίμ Μπόεϊμ του Syracuse University και #3 ο Στίβ Φίσερ του San Diego State University. Ο καθένας από αυτούς είναι και ένας «μύθος» στο είδος τους και έχουν βοηθήσει σημαντικά τα προγράμματα τους να αποκτήσουν ακλόνητη θέση στο March Madness «ανεβάζοντας» τα πανεπιστήμια τους στην ελίτ του Κολεγιακού μπάσκετ.

Ας δούμε, όμως, ειδικότερα τα κατορθώματα του καθενός και να ρίξουμε «φως» στην δουλειά του.

Ξεκινώντας, Ο Μάρκ Φιού έχει βοηθήσει τGonzaga, ένα μικρό πανεπιστήμιο στο Spokane της Washingtonνα αποκτήσει μεγάλο κύρος. Η «σταχτοπούτα» έχει οδηγηθεί σε 15 σερί πρωταθλήματα NCAA υπό την ηγεσία του Φιού και πλέον αποτελεί το πιο επιτυχημένο κολεγιακό πρόγραμμα στην σύγχρονη ιστορία χωρίς, μάλιστα, να ανήκει στην κατηγορία των «ισχυρών» πανεπιστημίων. Τα “Buldogs” είναι ένα μοντέλο – πρότυπο για όλους που ανήκουν στο χώρου του Κολεγίου, και όχι μόνο, για την συνέπεια τους στο υψηλό επίπεδο.

Με την σειρά του, ο Στίβ Φίσερ, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους κολεγιακούς προπονητές όλων των εποχών, έχει στο «τιμόνι» του πανεπιστημίου Syracuse σχεδόν 40 χρόνια! Σε αυτό το διάστημα, πήρε στα χέρια του ένα σχολείο με μηδαμινή μπασκετική ιστορία και το μετέτρεψε σε ένα από τα νικηφόρα προγράμματα όλων των εποχών! Οι «πορτοκαλί» έχουν συμμετάσχει σε 31 τουρνουά ΝCAA, συμπεριλαμβανομένων και των πολλών final 4 αλλά και την κατάκτηση του εθνικού πρωταθλήματος το 2003.

Τέλος, ο Στίβ Φίσερ που πήρε το Πανεπιστήμιο του Michigan και το πήγε σε 3  παιχνίδια εθνικών πρωταθλημάτων στις αρχές της δεκαετίας του 90, έχει βοηθήσει το Πανεπιστήμιο του San Diego State να γίνει ένα από τα κορυφαία μπασκετικά προγράμματα στις δυτικές ακτές την τελευταία δεκαετία. Στο ενεργητικό του έχει 5 σερί συμμετοχές στο τουρνουά του NCAA, συμπεριλαμβανομένων δύο “Sweet”, στοιχεία που έχουν αποδείξει ότι ο Φίσερ έχει «μαγική» ικανότητα όταν πρόκειται για την αναζωογόνηση προγραμμάτων που είχαν λίγη επιτυχία στο παρελθόν.

Προς έκπληξη όλων, βέβαια, προπονητές από το λεγόμενο “bigfive” των ισχυρών Πανεπιστημίων δεν κυριαρχούν στην λίστα μεν, έχουν δε την προτίμηση των: Kevin Olive του Κοννέκτικατ #7, Fred Hoiberg της Αϊόβα #10, Sean Miller της Αριζόνα #11, Rick Pitino της Λουισβίλ #13, Roy Williams της Βόρειας Καρολίνας #18 και Mick Cronin του Κινκινάτι #25. Αντίθετα, τα Πανεπιστήμια με λιγότερη απήχηση αντιπροσωπεύονται έντονα από τις προτιμήσεις των: Greg Marshall του Wichita #8, Kermit Davis του Middle Tennessee State #4 και Dave Paulsen του Bucknell #9, μεταξύ πολλών άλλων.

H αξιολόγηση της ποιότητας της ομάδας δεν είναι ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Η αξιολόγηση του έργου του προπονητή είναι ακόμα πιο δύσκολη. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθορίζουν πως ακριβώς χαρακτηρίζεται ένας καλός προπονητής: οι νίκες και οι ήττες, η «επαναφορά» στην επιτυχία, η γνώση σφαιρική και ειδική του αθλήματος και τα λοιπά. Το πιο σημαντικό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ενώ ένας προπονητής μπορεί να διαθέτει όλα τα παραπάνω γνωρίσματα, η ιστορία έχει δείξει πως ουδείς εστί αναντικατάστατος.

Επιπροσθέτως στα παραπάνω, καταλήγουμε πως ο καλύτερος τρόπος για να κρίνεις την δουλειά ενός προπονητή σε σχέση με τους ομόλογους του δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τις νίκες και τις ήττες αλλά με την απήχηση που έχουν οι νίκες του καθώς επίσης, και το κατά πόσο αυτές οι νίκες ή ήττες αναλογούν στον μισθό του και στις συνολικές παροχές που του προσφέρονται. Οι δύο μεταβλητές που χρησιμοποιούνται κατά κόρον για αυτό τον «υπολογισμό» είναι οι ακόλουθες:

Rating Percentage Index (PRI) Win Percentage: Γνωρίζοντας ότι οι 20 π.χ. νικηφόρες σεζόν δεν έχουν εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο, αυτή η μεταβλητή χρησιμοποιεί το PRI μέσου όρου νικών της κάθε ομάδας για τις χρονιές π.χ. 2012 και 2013. Με αυτό τον τρόπο, «ανιχνεύει» τις διαφορές στην δυναμικότητα των αγωνιστικών υποχρεώσεων για την κάθε ομάδα. Το RPI Win Percentage (ποσοστό νίκης) της κάθε ομάδας υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό του πραγματικού ποσοστού νικών της με την αναλογία μεταξύ του αριθμού RPI της για εκείνη την σεζόν και το μέσο όρο RPI για κάθε ομάδα που βρίσκεται στην βάση δεδομένων.

 CoachShare of Basketball Expenses: Πρόκειται για μια μεταβλητή που υπολογίζει ακριβώς αυτό που λέει το όνομα της, δηλαδή το ποσοστό των δαπανών μια μπασκετικής ομάδας που διατίθεται για τον μισθό του προπονητή.

Για κάθε μια από αυτές τις μεταβλητές, έχει «εφευρεθεί» μια συνάρτηση η οποία υπολογίζει πόσες αποκλίσεις από τον μέσο όρο έχει πέσει αυτή. Αυτό προορίζεται για να εκτιμήσει ακριβώς πόσο σπουδαίο ή αμελητέο είναι ένα σχολείο ή ένας προπονητής ή μια ομάδα σε σύγκριση πάντα με τον μέσο όρου του σχολείου/προπονητή/ομάδας που βρίσκονται στην γενική βάση δεδομένων.

Είναι δεδομένο, όμως, ότι κάθε ομάδα διαθέτει και διαφορετικού βεληνεκούς προϋπολογισμό (budget) από τον οποίο μπορούν να διαθέσουν τους μισθούς στον προπονητή. Αυτή η διαφορά, ωστόσο, επεξηγείται με το να σκεφτεί κανείς αντ’ αυτού το μερίδιο των δαπανών του Πανεπιστημίου που αντιστοιχεί στον coach. Ένας δηλαδή, πιο προσοδοφόρος προπονητής θα πληρωνόταν ένα σχετικά μικρότερο μερίδιο των δαπανών του Κολεγίου σε σύγκριση με τους ομολόγους του καθώς προσφέρει μεγαλύτερο ποσοστό νικών, όπως ρυθμίζεται από τον αριθμό RPI.

Χρησιμοποιώντας τα πιο πρόσφατα συνολικά στοιχεία ολόκληρων αγωνιστικών περιόδων που είναι διαθέσιμα (seasons 2011-2012 και 2012-2013), ένας προπονητής έπρεπε να ικανοποιήσει τα δύο παρακάτω κριτήρια για να καταφέρει να μπει στην λίστα: α) Πρέπει να προπονεί στο πανεπιστήμιο και την τρέχουσα σεζόν β) πρέπει να έχει αήττητο ρεκόρ (500 παιχνιδιών ή περισσοτέρων) κατά την διάρκεια και των δύο αγωνιστικών περιόδων. Το πρώτο κριτήριο αξιολογεί την αναγκαία συνέπεια που πρέπει να υπάρχει σε αυτό το υψηλό επίπεδο, ενώ το δεύτερο θέτει ένα ελάχιστο όριο που εξασφαλίζει ότι εν λόγω προπονητές δεν επρόκειτο για «πυροτεχνήματα» αλλά δείχνουν αγωνιστική διάρκεια.

Πηγή: Forbes, The Best College Basketball Coaches For The Money 2014