Η εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία πηγαίνει επί καθημερινής βάσεως από το κακό στο χειρότερο, με τις φύσει ανώτερες από κάθε στρατιωτική άποψη ρωσικές ορδές να μοιάζουν άτρωτες -σε μια εξέλιξη που έχει προκαλέσει άμεσες αντιδράσεις και συνέπειες ακόμα και στο μικρότερo φάσμα του αθλητισμού.

Ουσιαστικά, ήδη από τις πρώτες ημέρες της εισβολής -περίπου 1.5 εβδομάδα πριν-, σύλλογοι ανεξαρτήτως σπορ έδειξαν φανερά τη δυσαρέσκειά τους προς τους Ρώσους είτε προσπαθώντας να μποϊκοτάρουν την παρουσία των ομάδων τους στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις (βλέπε Zalgiris και Barcelona) είτε αποκόβοντας κάθε σχέση που είχαν με διάφορες εταιρείες/ χορηγούς που εδρεύουν στην εν λόγω χώρα.
Την ίδια στιγμή, παίκτες παγκόσμιας φήμης και μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στην EuroLeague, όπως οι Daniel Hackett και Tornike Shengelia, έδειξαν από την αρχή την αντίρρησή του σε ό,τι συμβαίνει, ενώ άλλοι, όπως οι Will Clyburn και Shabazz Napier, αποχώρησαν άμεσα φοβούμενοι για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Στη CSKA Moscow κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο φυσικά εδώ και χρόνια, με τους Δημήτρη Ιτούδη (head coach), Ανδρέα Πιστιόλη (assistant coach), Κώστα Χατζηχρήστο (γυμναστής) και Κοσμά Κοντογιάννη (φυσιοθεραπευτής) να αποτελεί σημαντικά γρανάζια στην καθημερινότητα του εν λόγω κολοσσού, τον οποίον και οδηγούν σταθερά τόσο στην κορυφή της VTB United League όσο και στο Final Four της EuroLeague, όπου και στέφθηκαν πρωταθλητές το 2019 κόντρα στην Efes Anadolu.

Η κατάσταση γι’ αυτούς είναι ακριβώς όπως και για τους άλλους απλούς ανθρώπους της ομάδας και της χώρας, αφού βρίσκονται στη μέση ενός σοβαρού διλήμματος που ενδέχεται να μην επηρεάσει μονάχα την καριέρα τους αλλά και τη ζωή τους γενικότερα -με τον Δημήτρη Ιτούδη φυσικά να βρίσκεται στο προσκήνιο αυτού,

Από τη μια μεριά, ο πόλεμος μπορεί να απέχει ακόμα αρκετά αλλά κανείς δε μπορεί να γνωρίζει τι θα γίνει σε μερικές ημέρες, εβδομάδες ή μήνες, κάτι που θα φέρει τον Έλληνα τεχνικό προ των πυλών της μάχης για διαβίωση κόντρα στις πιο δύσκολες συνθήκες που θα συναντούσε ποτέ κανείς.

Από την άλλη μεριά, η αντίδραση.
Σε ποιον αρέσει αυτό που γίνεται; Σίγουρα όχι σε πολλούς, με τον απλό λαό να επηρεάζεται πάραυτα από μια επεκτατική κατάσταση που αφενός δεν ελέγχει και αφετέρου δεν παίζει τον παραμικρό ρόλο στη μέχρι πρότινος ζωή του.
Αν ήδη από τις πρώτες μέρες της εισβολής, ο Ιτούδης, η οικογένεια και οι συνεργάτες του έπαιρναν την απόφαση να φύγουν, κανείς δεν θα τους έλεγε τίποτα. Όπως κανείς δεν θα τους έλεγε τίποτα και τώρα ή όποτε αυτοί αποφασίσουν (αν) να φύγουν.

Γιατί;
Γιατί, όπως έχουμε αναφέρει ξανά, δε γίνεται να μιλάμε για το… μπασκετάκι όταν σπίτια, ζωές και χαμόγελα βομβαρδίζονται, όταν παιδιά και ενήλικοι χάνουν τα πιο σημαντικά πράγματα, όταν κυριαρχεί το κακό και όχι το καλό σε έναν κόσμο κουρασμένο και πονεμένο από τον ωχαδελφισμό.

Κανείς δε ξέρει τι σκέφτεται αυτή τη στιγμή ο Ιτούδης -και ο κάθε Ιτούδης. Μπορεί η σχέση που έχει χτίσει τόσα χρόνια με τους ανθρώπους της CSKA να είναι υπεράνω πολιτικής και συνθηκών. Άλλωστε η μεγάλη αγκαλιά με τον Vatutin στον Τελικό του 2019 φάνηκε πως ήταν κάτι περισσότερο από μια «υποχρέωση», κάτι παραπάνω από μια επαγγελματική σχέση -με τον Έλληνα τεχνικό να έχει βιώσει πολλά, θετικά και αρνητικά, από τη στιγμή που ανέλαβε έναν από τους γίγαντες του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.

Μπορεί να ελπίζει πως η ζωή -η δική του και γενικότερα- θα επιστρέψει σύντομα στις φυσικές της νόρμες, στην ρουτίνα και την απλή βαρεμάρα του να σηκώνεσαι τα πρωινά από το κρεβάτι, παλεύοντας με κουβέρτες και όχι με οβίδες.
Ποιος να τον κατηγορήσει; Δεν είναι καθόλου εύκολο, όσο και αν ένας προπονητής εν έτει 2022 πρέπει να έχει τη μετακόμιση συνεχώς στο μυαλό του, να παρατάει ένα μέρος που αποκαλεί «σπίτι» του, ένα μέρος όπου έχει αντικρίσει την οικογένειά του να μεγαλώσει, να ωριμάζει και να έρχεται πιο κοντά όλο και περισσότερο.

 

Από την Ελλάδα, θα ήθελα να δω τον Δημήτρη Ιτούδη και τους συνεργάτες του να γυρίσουν άμεσα πίσω ή να πάνε σε ένα μέρος ασφαλές και σίγουρο από τον χρόνο και τις ορέξεις του.
Από την Ελλάδα όμως.

Από τη Ρωσία, από το σπίτι του, από τη γειτονιά του, από το γήπεδό του, από την ομάδα του, από τις σχέσεις του, από το συμβόλαιό του, από την όποια ασφάλειά του, πώς να τον τραβήξω αν δε νιώθει έτοιμος να τραβηχθεί;
Ποιος μου δίνει αυτό το δικαίωμα και ποιος με ρωτάει στην τελική;

Από έναν καναπέ, όλα μοιάζουν πολύ πολύ εύκολα.
Ένα καλάθι, μια απόφαση, ένα τάιμ άουτ, μια σφαίρα που δεν έγινε ποτέ πυροβολισμός.
Όλα μοιάζουν πολύ πολύ εύκολα.

Και μακάρι να μη χρειαστεί ποτέ να μάθουμε γιατί δεν είναι.