Πέτυχε κάποτε δύο ρεκόρ τα οποία, ωστόσο, αναγνωρίστηκαν όταν… «έσπασαν». Ο Κέβιν Πόρτερ δεν έλαβε ποτέ την προβολή που άξιζε το ταλέντο, η οξυδέρκεια και ο αλτρουισμός του παιχνιδιού του. Ο παλαίμαχος γκαρντ των Μπούλετς, Πίστονς, Νετς (από 1972 ως 1983) ήρθε στην επικαιρότητα μέσα στην περασμένη εβδομάδα, όταν στις 24/2 συμπληρώθηκαν 38 χρόνια από το εκπληκτικό ρεκόρ των 29 ασίστ που μοίρασε σε ένα παιχνίδι! Μία επίδοση την οποία θυμήθηκαν όταν την… κατέρριψε ο παλαίμαχος γκαρντ (και του ΠΑΟΚ) και νυν κόουτς του Ορλάντο, Σκοτ Σκάιλς, με 30 τελικές πάσες, στις 30 Δεκεμβρίου 1990! Ο 65χρονος σήμερα Πόρτερ ήταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που ξεπέρασε συνολικά τις 1.000 ασίστ σε μία σεζόν. Ήταν το 1978-89, με τη φανέλα των Πίστονς, όταν μοίρασε 1.099. Και έγινε… πιο γνωστός, όταν, το 1984, ο Αϊζάια Τόμας του Ντιτρόιτ έφτασε τις 1.123 και τον ξεπέρασε. Ο Πόρτερ, πάντως, είχε κι άλλα «παράσημα». Το 1978-79 κατέγραψε μ.ό. 13,4ασ., κάτι που στην ιστορία της Λίγκας ξεπέρασαν σαν όριο χρονιάς «έσπασαν» μόνο οι Αϊζάια Τόμας και Τζον Στόκτον (ο Μάτζικ Τζόνσον των μ.ό. καριέρας 11,2, είχε κορυφαία προσωπική επίδοση 13,1 το 1983-84). Ενώ την ίδια σεζόν ο Πόρτερ πέτυχε και την καλύτερη επιθετική παραγωγικότητά του με 15,4π. και έγινε ο μοναδικός παίκτης με +25π.-+25ασ. σε ένα ματς, με 30π.-25ασ. (9/3/1979) κόντρα στους Σέλτικς!!!
 
 
Όπως επισήμανε πρόσφατα ο Ντέιβ Ζίριν του περιοδικού «SLAM», τον Πόρτερ «τον έμαθα από τον παλαίμαχο τεχνικό και νυν σχολιαστή, Χιούμπι Μπράουν, που σε κάθε εξαιρετική φάση του Τέρι Πόρτερ των Μπλέιζερς, έλεγε στη μετάδοση ‘‘τρομερή προσπάθεια από τον… Κέβιν Πόρτερ”! Δεν ήξερα αν απλώς έκανε λάθος ή επιθυμούσε να μας δώσει έτσι ένα απλό μάθημα ιστορίας»… Ο Μάικ Ουάιζ του ESPN, που είχε το προνόμιο να παρακολουθήσει από κοντά τον Κέβιν Πόρτερ, τόνισε πως «ήταν μία μηχανή παραγωγής ασίστ! Μπορούσε να πασάρει από οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε. Δυστυχώς το κοινό και ο Τύπος τον ξέχασαν κι εκείνος δεν ήθελε να διεκδικήσει περισσότερη προβολή». Ο Μιτζάν Μπέιν, ιστορικός του μπάσκετμπολ, σχολίασε στο «SLAM» ότι «ήταν εντυπωσιακή η ικανότητα και η ευφυΐα στην πάσα του, αν αναλογιστεί κανείς πως έπαιξε στην εποχή των «Πίστολ» Πιτ Μάραβιτς, Κλάιντ Φρέιζιερ, Νέιτ ”Tiny” Άρτσιμπαλντ, Πολ Ουέστφαλ και Τζο-Τζο Ουάιτ. Το εκπληκτικό με τον Κέβιν είναι πως ήταν ο πρώτος παίκτης πριν τον Μάτζικ Τζόνσον που έπαιζε με το κεφάλι ψηλά. Θα έπρεπε να τύχει μεγαλύτερής προβολής και να θυμόμαστε πως ήταν ένας ξεχωριστός γκαρντ με όραμα που τα κατάφερε απέναντι σε σπουδαίους αντιπάλους που έγιναν μέλη του Hall Of Fame».
 
 
Ο Κέβιν Πόρτερ, αντίθετα, δεν επιλέχθηκε ποτέ σε All Star Game… Η ανωνυμία ήταν κάτι που τον ακολουθούσε από την αρχή της καριέρας του. Γεννήθηκε στο Σικάγο όμως αγωνίστηκε «αθόρυβα» στο άσημο πανεπιστήμιο Σεντ Φράνσις στην Πενσιλβάνια. Επιλέχθηκε το 1972 στον 3ο γύρο και το Νο39 του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Μπάλτιμορ Μπούλετς, όμως όπως επισημαίνει ο Ντέιβ Ζίριν, βρέθηκε στη λεγόμενη «μαύρη τρύπα» του ΝΒΑ, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές των 80’s. Εξηγώντας πως «ήταν μία περίοδος μετά τους τίτλους των Νικς και προν την εμφάνιση των Μάτζικ Τζόνσον και Λάρι Μπερντ που αναζωογόνησε τη Λίγκα, αφού ήταν γνωστό πως οι Τελικοί δεν μεταδίδονταν ακριβώς σε ζωντανή μετάδοση, αλλά με tape delay ακόμη και 15λεπτου…». Επιπλέον, ο Πόρτερ, με εξαίρεση τους Μπούλετς του 1975, που ηττήθηκαν στους Τελικούς από το Γκόλντεν Στέιτ, δεν ήταν μέλος ανταγωνιστικών ομάδων ή μεγάλων αγορών και τα κατορθώματά του δεν έγιναν πολύ γνωστά στο ευρύ κοινό. Ένας τραυματισμός στον αχίλλειο τένοντα, το 1982, ουσιαστικά τον έθεσε εκτός μπάσκετ και μετά το ΝΒΑ, στο οποίο μέτρησε μ.ό. 11,6π.-8,1ασ. σε 659 ματς, έπαιξε για λίγους μήνες του 1983 στις Φιλιππίνες. Μετά την αποχώρησή του, κοουτσάρισε για 4 σεζόν το Σεντ Φράνσις, με συνολικό ρεκόρ 42-68 και πλέον παραμένει γυμναστής σε δημοτικό σχολείο στο Σικάγο. Αυτό, όπως λέει ο ίδιος, είναι και το σπουδαιότερο κατόρθωμα της επαγγελματικής ζωής του, αφού είχε δηλώσει στην εφημερίδα Orlando Sentinel ότι «είμαι ευλογημένος! Σε όλη τη ζωή μου, αυτό που ήθελα ήταν να γίνω δάσκαλος»