Στο ΝΒΑ ακούν, διαβάζουν για και παρακολουθούν τρίποντα και η σκέψη πάει άμεσα στους Λάρι Μπερντ, Ρέτζι Μίλερ, Πέτζα Στογιάκοβιτς, Ρέι Άλεν, Γκρεγκ Χότζες και στους σύγχρονους Στεφ Κάρι και Κλέι Τόμπσον. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα όνομα που λίγοι θυμούνται, όμως θεωρήθηκε ο πρώτος σπεσιαλίστας από τα 7,25μ., όταν η Λίγκα εισήγαγε το σουτ 3π. στο πρωτάθλημα, πριν από 35 χρόνια. Τη σεζόν 1979-80 οι καλοί σουτέρ βρήκαν ένα νέο «όπλο» και ο Μπράιαν Τέιλορ ήταν ο παίκτης με τις περισσότερες προσπάθειες και τα περισσότερα εύστοχα τρίποντα στην κανονική περίοδο. Ο 63χρονος σήμερα παλαίμαχος γκαρντ, τότε των Σαν Ντιέγκο Κλίπερς, και νωρίτερα των Νετς (ΑΒΑ), Κάνσας Σίτι Κινγκς και Ντένβερ Νάγκετς, είχε σε 6 σεζόν στο ΝΒΑ 157/417τριπ. και ποσοστό 37,6%. Όμως το 1979-80 ήταν ο κορυφαίος, με 90/239 (επίσης 37,6%), λέγοντας σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ιστοσελίδα NBA.com πως «ο κόουτς Τζιν Σου πίστεψε άμεσα στο τρίποντο και είχαμε και συστήματα για να σουτάρουμε ελεύθεροι». Η πορεία του Τέιλορ, αν και κατέκτησε 2 τίτλους στο ΑΒΑ, δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακή, όμως η ζωή του είχε άλλη κατεύθυνση και πλέον όλοι τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό, για τις εκτός παρκέ δραστηριότητές του…

Δεν είναι από τους ανθρώπους που αν σε συναντήσουν θα περιμένουν οπωσδήποτε να τον αναγνωρίσεις. Ούτως ή άλλως δεν ήταν δα και ο πιο διάσημος παίκτης μπάσκετμπολ στον κόσμο. Ούτε είναι τύπος που -ακριβώς για τον παραπάνω λόγο- θα κοιτάξει να σου απαριθμήσει τα μπασκετικά κατορθώματά του. Ο Μπράιαν Τέιλορ, πατέρας του γκαρντ της Μπάγερν Μονάχου, Μπράις Τέιλορ, δεν κόμπασε ποτέ για την αξιοθαύμαστη (αν και όχι ένδοξη) πορεία του σε NCAA, ΑΒΑ και ΝΒΑ. Αν και θα είχε χιλιάδες λόγους, όσοι μάλλον και οι 1.239π. που σκόραρε σε δύο μόλις σεζόν στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, για να υπερηφανευτεί, ο παλαίμαχος μόλις 1,89μ. ύψους γκαρντ δεν περιμένει αναγνώριση από το ότι συνήθιζε να σταματά τον καλύτερο αντίπαλο επιθετικό ή φρόντιζε να σκοράρει (μ.ο. 13,1π. στις επαγγελματικές λίγκες) όταν έπρεπε. Αντίθετα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, θαρρεί κανείς πως έχει… 4.000 λόγους να περπατά με το κεφάλι ψηλά. Λόγοι ισάριθμοι με τους μαθητές, κυρίως παιδιά δίχως προνόμια, που φοιτούν στα 14 σχολεία που διαθέτει το ίδρυμα ICEF (Inner City Education Foundation) στο κέντρο του Λ.Α., στο οποίο είναι αντιπρόεδρος και το οποίο έχει 100% επιτυχία στο να στέλνει παιδιά από το γυμνάσιο στα κολέγια των Η.Π.Α.!

Το ποσοστό επιτυχίας των γυμνασίων που «παράγουν» φοιτητές κολεγίων δεν ξεπερνά στην Αμερική το 50%. Ο Μπράιαν Τέιλορ και ο συνάδελφός του, Μάικλ Πισκάλ, που ίδρυσε το ICEF το 1994 το… τελειοποίησαν και το διπλασίασαν. Το 2012, μάλιστα, δέχτηκε την πρόταση, παράλληλα με την ενασχόληση με τα 14 σχολεία του κέντρου του Λ.Α., να αναλάβει χρέη γενικού διευθυντή στην Teleos Academy, που διευθύνει προπαρασκευαστικά σχολεία στην Αριζόνα, με στόχο να πετύχει το ίδιο και σε αυτή την περιοχή. Η εικόνα αυτού του καλοκάγαθου κύριου είναι πια συνυφασμένη με την εκπαίδευση και με την προσφορά. Αλλά ο Μπράιαν Τέιλορ δεν είναι μόνο ο ευγενικός μεσήλικας που είναι ίνδαλμα πολλών μαθητών. Δεν είναι μόνο η εικόνα του με τα περιττά κιλά και το κοστούμι. Την δεκαετία του ’70 ήταν ένας… «ενοχλητικός» αμυντικός σε ΑΒΑ και ΝΒΑ, που έκανε λίγα (αλλά πολύ καλά) πράγματα, όμως τα έκανε με τόση προσήλωση και σεβασμό, που αν είχε την διάθεση να «ευλογεί τα γένια» του, ίσως να είχε γίνει και πόστερ στο δωμάτιο κάποιων νεαρών φαν του μπάσκετμπολ.

Ο Μπράιαν Τέιλορ δεν φοβήθηκε να «τα βάλει» με μία περιοχή όπου κυριαρχούν η βία, τα άδεια σχολεία από παιδιά που παρατούν νωρίς-νωρίς τα θρανία και «φοιτούν» σε συμμορίες, τα όπλα και τα ναρκωτικά. Όπως δεν φοβήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει ψηλότερους γκαρντ στο πανεπιστήμιο ή το ΑΒΑ και το ΝΒΑ. Έπειτα από δύο χρονιές στο Πρίνστον, υπό τις οδηγίες του κόουτς Πιτ Κάριλ, οδήγησε τους Tigers στο τουρνουά του ΝΙΤ και σε νίκες επί της Ιντιάνα του θρυλικού προπονητή Μπόμπι Νάιτ και του Νορθ Καρολάινα του Ντιν Σμιθ, μετέπειτα κόουτς μεταξύ άλλων και του Μάικλ Τζόρνταν! Το 1972 ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές-παίκτες που άφησε νωρίτερα το κολέγιο για το επαγγελματικό μπάσκετμπολ, αποχωρώντας σαν junior (σ.σ.: τριτοετής, αλλά στην 2η σεζόν του, καθώς τότε οι πρωτοετείς δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις ομάδες), όμως φρόντισε 10 χρόνια αργότερα, να επιστρέψει το θρανίο και να λάβει 2 πτυχία!!! Όταν αποχώρησε από το Πρίνστον, είχε αναδειχθεί κορυφαίος ρούκι (το 1971) της περιφέρειας Ivy League, σε δύο σεζόν πέτυχε 1.239π. και ήταν τότε 2ος σκόρερ στην ιστορία του ακαδημαϊκά φημισμένου πανεπιστημίου, πίσω μόνο από τον μετέπειτα πρωταθλητή με τους Νικς και Γερουσιαστή, Μπιλ Μπράντλεϊ! Πλέον είναι 10ος σκόρερ στα βιβλία του κολεγίου, αλλά οι 5 πρώτοι (Κιτ Μέλερ-1991, Κρεγκ Ρόμπινσον-1983, Μπράιαν Ερλ-1999, Μπομπ Σκράμπις-1989, Γκέιμπ Λιουίλις-1999) πέτυχαν λίγους περισσότερους πόντους από τον Τέιλορ, αλλά σε 4 σεζόν!

Το 1971 ήταν κορυφαίος σκόρερ της Εθνικής Η.Π.Α. στους Παναμερικανικούς Αγώνες και το 1972 επιλέχθηκε στο Νο23 του ντραφτ του ΝΒΑ από το Σιάτλ, αλλά προτίμησε αρχικά το ΑΒΑ και τους Νιου Γιορκ Νετς. Και δεν το μετάνιωσε… Στη Νέα Υόρκη στέφθηκε δις πρωταθλητής (1974 και 1976) στο πλάι του Τζούλιους Έρβινγκ, ενώ το 1973 ήταν καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος παίκτης του ΑΒΑ! «Δουλειά μου είναι να πιέζω τον καλύτερο αντίπαλο και να δίνω τη μπάλα στη σωστή θέση στον “Dr.J”», εξήγησε έπειτα από μία νίκη επί του Ντένβερ, με ανατροπή 22π. και τρομερή άμυνα πάνω στον Ντέιβιντ Τόμπσον. Ο Τέιλορ είχε καθημερινή «αποστολή» να μαρκάρει παίκτες σαν τον Τόμπσον, τον Τζορτζ Γκέρβιν, τον Νορμ Νίξον ή τον Πιτ Μάραβιτς και λέει πια πως «με μισούσαν όλοι τους γιατί συχνά ο μόνος τρόπος να τους περιορίσω ήταν να τους τραβάω, να τους κρατάω, να τους χτυπώ και σχεδόν να τους… δαγκώνω»! Και ο Ρον Μπουν, παλαίμαχος παίκτης της Γιούτα και νυν τηλεσχολιαστής των Τζαζ, θυμάται πως «ήταν από τους τύπους που σε εκνεύριζαν, γιατί νόμιζες ότι όπου κοιτάξεις, θα είναι εκεί. Θα είναι πίσω σου ή δίπλα σου». Ο Μπουν, μάλιστα, , σε ένα ματς των πλέι-οφς του 1976, δεν άντεξε την πίεση του Τέιλορ και τον γρονθοκόπησε στο στόμα!!! Αλλά την επόμενη χρονιά, έγιναν συμπαίκτες στο Κάνσας Σίτι, συγκάτοικοι στα ταξίδια και στο τέλος καλοί φίλοι.

Ο Τέιλορ, μετά το πέρασμα από το ΑΒΑ (μ.ο. 14π.-3,7ασ. και 49,9% στα σουτ σε 4 σεζόν στους Νετς), βρέθηκε στο ΝΒΑ και αγωνίστηκε από το 1976 ως το 1982 στους Κάνσας Σίτι Κινγκς (1976-77), τους Ντένβερ Νάγκετς (1977-78) και τους Σαν Ντιέγκο Κλίπερς (1978-82). Σε 330 ματς στην Λίγκα είχε 12,3π.-4,5ασ.-48,7%. Κορυφαία σεζόν του ήταν το 1976-77 στους Κινγκς, με 17π.-4,4ασ. και στις δύο τελευταίες χρονιές, στους Κλίπερς, βελτίωσε την πάσα του, με 5,5 και 5,6 ασίστ κατά μ.ο. αντίστοιχα. Το 1977 ήταν μέλος της 2ης καλύτερης αμυντικής 5αδας του ΝΒΑ, ενώ All Star έγινε μόνο στο ΑΒΑ, με 2 συμμετοχές (1975 και 1976). Παρά το γεγονός ότι ήταν κοντός, ο Μπράιαν Τέιλορ είχε το παρατσούκλι «BT Express», για την ταχύτητά του. «Ήταν ο πιο γρήγορος παίκτης που είχα δει ποτέ μου. Νομίζω πως ήταν πιο ταχύς και από τον Άλεν Άιβερσον», διαπιστώνει ο Κιμ Χιουζ, άλλοτε συμπαίκτης του στους Νετς, νυν ασίσταντ κόουτς των Μπλέιζερς και πρώην βοηθός στους Κλίπερς αλλά και παλαίμαχος σέντερ των Νάγκετς, Καβς και των ιταλικών Ρόμα, Καλάμπρια και Μπρέσια. Ο Χιουζ, μάλιστα, πιστεύει πως ο «Μπράιαν ήταν καλύτερος παίκτης από τον (σ.σ.: θρυλικό) Νέιτ “Tiny” Άρτσιμπαλντ, τον οποίο οι Νετς απέκτησαν παραχωρώντας τον Τέιλορ»! Όμως η καριέρα του τελευταίου ολοκληρώθηκε το 1982 λόγω τραυματισμού στον αχίλλειο…

Οι ηγετικές ικανότητες του Τέιλορ δεν φάνηκαν εξ ολοκλήρου στο παρκέ, αλλά είναι πια ξεκάθαρες. Ήταν μεν εξαιρετικός μαθητής στο Πρίνστον, όμως δεν ακολούθησε την πολιτική καριέρα του Μπράντλεϊ. Αντίθετα, προτίμησε μία σεμνή πορεία. Έμπνευσή του ήταν ένα βιβλίο που διάβασε σαν μαθητής, το “The Black Athlete: The Shameful story”, λέγοντας ότι «μιλά για το πώς οι μαύροι αθλητές επικεντρώνονται μόνο στις φυσικές τους ικανότητες και δεν εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που έχουν ως μαθητές». Στόχος πια του Μπράιαν Τέιλορ, ως μέντορας εκατοντάδων νεαρών, είναι «να τους πείσω πως αθλητισμός και εκπαίδευση είναι δύο όψεις ενός ίδιου νομίσματος. Πολλά παιδιά στέκονται στο ταλέντο τους και καταλήγουν να το σπαταλούν και αυτό λόγω φήμης και αδυναμίας αποφυγής των πειρασμών». Ο Τέιλορ γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1951 στο Νιου Τζέρσεϊ και δεν κρύβει πως ένα επιπλέον κίνητρο για την ενασχόλησή του με το ICEF ήταν πως εκεί φοίτησε και ο γιος του Μπράις, που στη συνέχεια αγωνίστηκε στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον, δεν κατάφερε να βρει συμβόλαιο στο ΝΒΑ και πριν την φετινή μετεγγραφή του στην Μπάγερν Μονάχου, φόρεσε τις φανέλες της Μοντεγκρανάρο στην Ιταλία και των Βόννης, Άλμπα Βερολίνου και Άρτλαντ Ντράγκονς, επίσης στην Γερμανία…

Βεβαίως, το κίνητρο του Μπράιαντ Τέιλορ είναι πολύ μεγαλύτερο. Τουλάχιστον όπως εξηγεί ο ίδιος. Λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «θέλω να δείξω στα παιδιά, ειδικά σε εκείνα που δεν έχουν προνόμια, ζουν δύσκολα και συνήθως καταλήγουν στην παρανομία με στόχο το εύκολο χρήμα, ότι υπάρχει τρόπος να πετύχεις. Βλέπω σε αυτά τα παιδιά τον εαυτό μου και θέλω να καταλάβουν πως με την μόρφωση μπορείς να πας παντού. Δεν θα γίνουν όλα γιατροί ή μεγάλοι παίκτες στα διάφορα αθλήματα, αλλά στον κόσμο δεν υπάρχουν μόνο αυτοί οι “ήρωες”. Κάθε άνθρωπος είναι ένα είδος “ήρωα” αν κάνει το καλό. Αν βοηθά και συνεισφέρει στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έβαλα πάνω από όλα την αθλητική μου καριέρα». Ο Τέιλορ μεγάλωσε σε ένα σπίτι με απόλυτη πειθαρχία. Ο πατέρας του, Στιβ, ήταν ημι-επαγγελματίας παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου (σ.σ.: ράγκμπι) και εργάτης στο Περθ Άμποϊ του Νιου Τζέρσεϊ. Η μητέρα του ήταν απλή νοικοκυρά, όμως «κρατούσε» το σπίτι σε τάξη. «Έτσι έμαθα στην ζωή μου και έτσι θέλω να δείξω σε όλους ότι μπορεί να λειτουργήσει κάποιος», λέει σήμερα ο Τέιλορ, ο οποίος μπορεί να πέρασε την μισή ζωή του στα παρκέ, ωστόσο πλέον συμπέρανε πως «σε αυτά τα σχολεία που είμαστε, νομίζω ότι βρήκα την ζωή μου και έναν μεγάλο σκοπό για να ζω. Το μόνο που θέλω είναι να δώσω πίσω όσα καλά πήρα από την ζωή, το πανεπιστήμιο και τα σπορ. Κι αν νομίζετε πως εγώ διδάσκω μόνο αυτά τα πιτσιρίκια, να ξέρετε ότι κάθε μέρα μαθαίνω και μαζί τους»!

[email protected]