Δεν αναζήτησε ποτέ ματαιόδοξα κανένα «Άγιο Δισκοπότηρο» του μπάσκετ. Η φήμη ή το ταλέντο δεν τον άλλαξαν. Ίσως η καριέρα του να έχει μία ιερότητα που δεν χωρούσε «ιεροσυλίες». Σίγουρα δεν εμφανίστηκε ποτέ ιερόσυλος απέναντι στην πατρίδα του και στην αφοσίωση στο εθνόσημο της Βραζιλίας. Η πορεία του, εκτός από μεγαλειώδης, ήταν τόσο συμβολική όσο το προσωνύμιο που του χάρισαν. Αποκλήθηκε «MaoSanta» στην γλώσσα της χώρας του. Κοινώς, το «Ιερό Χέρι»! Ο Όσκαρ Σμιντ δεν ζήτησε ποτέ χάρες. Αλλά δεν έκανε και ποτέ χάρες. Μόνο προπονούνταν. Μόνο αγωνιζόταν. Μέχρι τα 45 του δεν σταμάτησε να σουτάρει. Μάλλον γι’ αυτό θεωρείται ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο που δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ!

Ο Βραζιλιάνος παλαίμαχος σταρ βίωσε την αναγνώριση και μάλιστα σε πολλές χώρες. Πέρα από την γενέτειρά του, έγινε είδωλο τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ισπανία. Στις Η.Π.Α. δεν ήταν διάσημος. Ίσως γιατί απέρριψε τρεις προτάσεις των Νιου Τζέρσεϊ Νετς. Ίσως γιατί το 1987, χρονιά που η Ελλάδα «ταρακούνησε» την αθλητική Ευρώπη με την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ, εκείνος ασχολήθηκε με το… νότιο ημισφαίριο. Και έκανε το ίδιο στο Παναμερικανικό Πρωτάθλημα, σκοράροντας 46π. (7/15τριπ.-13/15βολ.) στον νικηφόρο (120-115) τελικό επί των αμφιτρυώνων Αμερικανών στην Ιντιανάπολις, που σήμανε το τέλος του σερί 34 νικών στην διοργάνωση και την παρθενική τους ήττα στο έδαφός τους! Ο Όσκαρ Σμιντ, ωστόσο, θα ζήσει την απόλυτη αποθέωση την Κυριακή (8/9) στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, ως ένα από τα 12 νέα μέλη του Hall Of Fame. Έστω κι αν εδώ και χρόνια ο Κόμπι Μπράιαντ τον είχε χαρακτηρίσει παιδικό είδωλο, καθώς τον έβλεπε να σκοράρει ασταμάτητα στην Ιταλία, κόντρα στον πατέρα του, Τζόε «Jellybean». Έστω και αν ακόμη και το 2004, ο κόσμος έξω από το «StaplesCenter», για το All Star Game του ΝΒΑ, αδυνατούσε να τον αναγνωρίσει. Μέχρι να τον δει ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ και να του φωνάξει: «Όσκαρ παλιόφιλε! Χρόνια και ζαμάνια. Τι κάνεις; Οι περισσότεροι από τους θεατές εδώ νομίζουν πως ξέρουν από μπάσκετ, αλλά δεν σε ξέρουν. Δεν υπήρξαν πολλοί στην ιστορία του μπάσκετ που σούταραν σαν εσένα»…

Ο Μπάρκλεϊ είχε μία διπλή εμπειρία με τον Σμιντ. Μπορεί να τον αποθέωσε το 1992, όταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης ο Βραζιλιάνος αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ πάνω από την αφεντιά του και μπροστά και από τον Μάικλ Τζόρνταν, όμως η παρθενική τους συνάντηση μάλλον δεν ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστη για τον «Chuck». Ο Όσκαρ δοκιμάστηκε για πρώτη φορά από τους Νετς το 1984 και σε δύο φιλικά κόντρα στους Σίξερς του ρούκι τότε Μπάρκλεϊ, πέτυχε 27 και 22π. αντίστοιχα, κόντρα στον «Sir»! Τελικά, ο παλαίμαχος Αμερικανός σταρ κράτησε τις έχθρες του μόνο με τον… Μπιλ Λαϊμπίρ και έγινε φίλος με όσους άλλους τον έφερναν σε δύσκολη θέση στα παρκέ (Τζόρνταν, Σακίλ).

Ο Σμιντ απέρριψε το 1984 την πρόταση του Νιου Τζέρσεϊ και σε κάθε ερώτηση για την επιλογή του να μην αγωνιστεί στο ΝΒΑ, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο: «Μου αρέσει να παίζω μπάσκετ σαν να το κάνω με φίλους. Αν υπογράψω στο ΝΒΑ και θεωρηθώ επαγγελματίας, θα χάσω το δικαίωμα να αγωνίζομαι στην Εθνική Βραζιλίας και για μένα είναι απόλαυση να φορώ το εθνόσημο»! Το επανέλαβε και στις 24 Αυγούστου 1987, λίγες στιγμές μετά τον θρίαμβο της χώρας του επί των Η.Π.Α. («γυρίζοντας» από το 45-62 του 17΄ και το 54-68 του ημιχρόνου), που είχαν μεν ακόμη στη σύνθεσή τους παίκτες από κολέγια, ωστόσο σε εκείνο το ρόστερ συμπεριλήφθηκαν οι Ντέιβιντ Ρόμπιννσον, Ντάνι Μάνινγκ, Πέρβις Έλισον, Ρεξ Τσάπμαν και ο άλλοτε φόργουορντ του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ, Ουίλι Άντερσον. Όταν οι «περίεργοι» Αμερικανοί δημοσιογράφοι τον ρώτησαν «ποιος είσαι;», ο Όσκαρ αποκρίθηκε λέγοντας το όνομά του και προσθέτοντας πως «γεννήθηκα για να σουτάρω»!

Οι… ιδιοτροπίες του Βραζιλιάνου σταρ φάνηκαν από την πρώτη εκτός συνόρων επαγγελματική απόφασή του. Αφήνοντας το πρωτάθλημα της πατρίδας του -μετά την θητεία του στην Παλμέιρας και την Σίριο- δεν θέλησε λαμπερά φώτα. Προτίμησε να υπογράψει στην Καζέρτα, με την οποία ανέβηκε στην Α1 και την καθιέρωσε, έχοντας πλάι του για λίγο τον βετεράνο Σλάβνιτς και τον πιτσιρικά Φερντινάντο Τζεντίλε. Ο κόουτς Μπόγκνταν Τάνιεβιτς δικαιώθηκε για την επιμονή του να φέρει τον Σμιντ. Οι αγώνες με +30 ή ακόμη και +40π. ήταν απλή ρουτίνα για τον ίδιο και έφερε την Σναιντέρο στις κορυφαίες θέσεις. Παρόλα αυτά, έχασε τον τίτλο το 1986 και το 1987 από την Ολίμπια Μιλάνο και δεν κέρδισε αυτόν του 1988, μένοντας εκτός στα ημιτελικά από την Σκαβολίνι, αν και στις 2 ήττες σκόραρε 42 και 39π.! Η ομάδα του, πάντως, κατέκτησε το Κύπελλο (39π. στον τελικό με την Βαρέζε!), αλλά το σκουντέτο χάνεται και το 1989, αυτή τη φορά από την Βίρτους Μπολόνια του Μάικλ Ρέι Ρίτσαρντσον… Το 1990 η Καζέρτα μένει πάλι εκτός στους «4» από την Σκαβολίνι και η φήμη πως ο Όσκαρ δεν θα ανανεώσει προκαλεί αντιδράσεις του κοινού, που διαδηλώνει για την παραμονή του!!! Μονάχα που η αποχώρησή του γίνεται πραγματικότητα και ο κόσμος το ξεχνάει, καθώς, σαν ειρωνεία της τύχης, η Καζέρτα κατακτά τον τίτλο την πρώτη σεζόν δίχως τον Βραζιλιάνο, με νέο σταρ τον μετέπειτα σέντερ των Άρη-ΠΑΟΚ, Τσαρλς Σάκλφορντ.

Παρά τις προτάσεις από Νετς και Μακάμπι, ο Σμιντ παρέμεινε στην Ιταλία και στην… Α2, ανεβάζοντας επίπεδο και κατηγορία την Πάβια (με μ.ο. 44,1π.)! Το 1993, όμως, έπειτα από 11 χρόνια και 13.957π. στην Ιταλία, εγκατέλειψε την γειτονική χώρα και υπέγραψε στην ισπανική Φόρουμ Βαγιαδολίδ. Στην ACB είχε 33,2π. μ.ο. την πρώτη σεζόν και το 1995 αποφάσισε να επιστρέψει στην Βραζιλία. Φόρεσε τις φανέλες των Κορίνθιανς (1995-97), Μπεντεϊράντες (1997-99) και Φλαμένγκο (1999-2003), από την οποία αποσύρθηκε στα 45 (στις 26/5/03), του έχοντας προλάβει να παίξει συμπαίκτης με τον 16χρονο γιο του, Φελίπε, αλλά και έχοντας κατορθώσει να γίνει ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του επαγγελματικού παγκόσμιου μπάσκετ, με 49.737π.!!!

Από την Εθνική που αγάπησε είχε αποσυρθεί από το 1996. Μάλιστα, μοιράστηκε το διεθνές «αντίο» του με αυτό του Παναγιώτη Γιαννάκη, στον αγώνα για τις θέσεις 5-6 του Ολυμπιακού τουρνουά της Ατλάντα, στις 2 Αυγούστου 1996. Ενώ ο «Δράκος» αποχώρησε με 2π. και 351 συμμετοχές, ο Όσκαρ πέτυχε 21π. στην ήττα με 72-91 από την Ελλάδα και αποχαιρέτησε με 326 συμμετοχές και 7.693π.. Με το εθνόσημο έμεινε στην ιστορία, καθώς αγωνίστηκε σε 5 Ολυμπιακά τουρνουά (ρεκόρ που κατέχει με τον Αυστραλό -άλλοτε γκαρντ του Απόλλωνα Πατρών- Άντριου Γκέιζ και τον συχωρεμένο Πορτορικανό, Τεόφιλο Κρουζ) και είναι πρώτος σκόρερ των διοργανώσεων, με 1.093π. (είχε μ.ο. 42,3π. στην Σεούλ), έχοντας και το ρεκόρ πόντων σε έναν αγώνα, με 55 κόντρα στην Ισπανία, το 1988! Ενώ σε 4 Παγκόσμια Πρωταθλήματα σκόραρε 893π..

Έχοντας δηλώσει πως «πάντα κόντρα στην Ελλάδα και τους Γκάλη-Γιαννάκη, ένιωθα πως παίζω απέναντι σε φίλους», πρόσφερε μία από τις σπουδαιότερες παραστάσεις του στην Αθήνα. Στις 14 Μαρτίου 1989 στο Σ.Ε.Φ., μπροστά σε 12.000 φιλάθλους, ο Βραζιλιάνος πέτυχε 44π., αλλά επισκιάστηκε από τους 62π. του Ντράζεν Πέτροβιτς και η Καζέρτα ηττήθηκε 113-117 στην παράταση (κ.α. 102-102) από την Ρεάλ Μαδρίτης, στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Μάλιστα, στον όμιλο των προημιτελικών, οι δύο σταρ έδωσαν δύο ακόμη μεταξύ τους παραστάσεις, καθώς στις ισάριθμες νίκες των Ισπανών, ο Πέτροβιτς είχε 43 και 31π. και ο Όσκαρ 36 και 37π.!

Στην σημερινή εποχή πολλοί παίκτες αγωνίζονται για τα χρήματα και τα μεγάλα συμβόλαια. Ο Όσκαρ Σμιντ, όμως, έπαιζε για για κέφι του. Γι’ αυτό και έφτασε να πατάει το παρκέ ως τα 45του. Μπορεί να αγωνιζόταν επίσης για την… σοκολάτα που του έδινε η σύζυγός του πριν από κάθε προπόνηση ή αγώνα! Αν και απόλυτα επικεντρωμένος στο γήπεδο, παραδέχθηκε ότι τις παραμονές των αγώνων δεν κοιμόταν εύκολα από το άγχος. Ενώ αρνούνταν πεισματικά να παραχωρεί συνεντεύξεις πριν τις επίσημες αναμετρήσεις, εξηγώντας είναι χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Συνηθισμένος στον επαγγελματισμό, απόλαυσε τις πρώτες καλοκαιρινές διακοπές της καριέρας του σε ηλικία 39 ετών, το καλοκαίρι του 1997, πρώτο που δεν αγωνίστηκε στην Εθνική.

Αμέσως μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ξεκίνησε δουλειά στον τομέα του μάνατζμεντ, ενώ το 2006 ίδρυσε την NLB, μία -ανταγωνιστική στο εγχώριο πρωτάθλημα- λίγκα, που πάντως διαλύθηκε 11 μήνες αργότερα. Εδώ και μερικούς μήνες, πάντως, ο Σμιντ δίνει νέα «μάχη» με τον καρκίνο (είχε υποβληθεί το 2011 σε επέμβαση αφαίρεσης καλοήθους όγκου) στο κεφάλι. Στις 30 του περασμένου Απριλίου μπήκε για δεύτερη φορά στο χειρουργείο, αλλά έναν μήνα αργότερα δήλωσε πως «συνεχίζω κανονικά την ζωή μου και ο καρκίνος διάλεξε λάθος άνθρωπο για αντίπαλο»!

ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ: Γεννήθηκε στις 16 Φβρουαρίου 1958 στην πόλη Νατάλ. Αγωνίστηκε σε Παλμέιρας (1974-78), Σίριο (1978-82), Καζέρτα (1982-90), Πάβια (1990-93), Βαγιαδολίδ (1993-95), Κορίνθιανς (1995-97), Μπεντεϊράντες (1997-99), Φλαμένγκο (1999-2003) και στην Εθνική Βραζιλίας από το 1977 ως το 1996. Κατέκτησε το διηπειρωτικό κύπελλο και το Πρωτάθλημα Νοτίου Αμερικής το 1979 και το Παναμερικανικό Πρωτάθλημα το 1987, με την Εθνική. Ήταν Κυπελλούχος Ιταλίας το 1988 με την Καζέρτα και κορυφαίος σκόρερ στην Ιταλία 7 φορές (1984, 1985, 1986, 1987, 1989, 1990, 1992), 1 φορά στην Ισπανία (1994) και 8 συνεχόμενες χρονιές (1995-2003) στην Βραζιλία! Στις 5 συμμετοχές-ρεκόρ σε Ολυμπιακούς Αγώνες, μετρά (επίσης ρεκόρ) μ.ο. 28,8π. σε 34 ματς και το 1988 στην Σεούλ είχε 42,3π.!!! Είναι ο κορυφαίος σκόρερ σε επαγγελματικό επίπεδο παγκοσμίως, με 49.737π. (μ.ο. 30,4π.).

ΕΙΠΕ:

–         «Νομίζω πως έχω γεννηθεί για να σουτάρω. Για να καταλάβετε, παντρεύτηκα την Κριστίνα γιατί δεχόταν να με συνοδεύει στην προπόνηση και να μου δίνει τη μπάλα να κάνω 500 ή και 1.000 σουτ, χωρίς να γκρινιάζει»!

–         «Είδωλό μου ήταν ο Λάρι Μπερντ. Θεωρώ πως είναι εύκολο να κυριαρχείς όταν υπερτερείς σωματικά. Ο Μπερντ δεν πέτυχε για αυτόν τον λόγο και τον θαυμάζω περισσότερο από τον Τζόρνταν».

–         «Οι 5 κορυφαίοι αντίπαλοι που είχα ποτέ μου ήταν ο Μενεγκίν, ο Κορμπαλάν, ο Γκάλης, ο Κιτσάνοβιτς και ο Σαμπόνις»!

–         «Νομίζω πως έπαιζα πολύ καλά και δεν είχα λόγο να σταματήσω. Αφήστε που μέχρι να τελειώσει η καριέρα μου, έκανα από 5-8 ώρες προπόνηση τη μέρα! Αν το μπάσκετ ήταν μόνο σουτ, θα αγωνιζόμουν ως τα 55 μου».

–         «Λατρεύω το ποδόσφαιρο, αλλά επειδή είμαι ψηλός δεν θα είχα τύχη στο χορτάρι. Αν δεν είχα παίξει μπάσκετ, θα ήμουν ηλεκτρολόγος μηχανικός».

–         «Δεν με νοιάζουν τα ρεκόρ. Σαφώς και είναι τιμητικά, αλλά αυτό για το οποίο είμαι περήφανος είναι πως έπαιξα σε υψηλό επίπεδο για 26-27 χρόνια και το έκανα γιατί αγαπούσα το μπάσκετ σαν την ζωή μου».

–         «Πάντα έκρυβα τους τραυματισμούς μου από τους γιατρούς των ομάδων μου! Προσπαθούσα να αποθεραπεύομαι σπίτι μου. Στην Ιταλία έχασα μόλις 4 ματς σε 11 σεζόν και αυτό γιατί ήταν εντολή γιατρών» (σε ερώτηση πως έπαιξε στον αγώνα Καζέρτα-Μοντεκατίνι με… σπασμένο χέρι! Μάλιστα, στην Ιταλία, είχε 271 συνεχόμενα ματς σε 7 χρόνια, χωρίς απουσία…)

ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ:

–         «Το νούμερο 1 είδωλό μου είναι ο Όσκαρ Σμιντ! Ο τρόπος που σουτάρει είναι υποδειγματικός» (Κόμπι Μπράιαντ).

–         Τον έβλεπα να παίζει απέναντι στον πατέρα μου, στο ιταλικό πρωτάθλημα και τον θαύμαζα. Θυμάμαι πως τον φώναζα “LaBomba” και ανυπομονούσα να τον γνωρίσω» (Κόμπι Μπράιαντ).

–         «Δεν περίμενα ποτέ πως θα βρω έναν τόσο καλό παίκτη εκτός Αμερικής, που να σκοράρει τόσο εύκολα 40 και 45π.» (Τσαρλς Μπάρκλεϊ).

–         «Δεν φοβήθηκα ποτέ ούτε τον Ρέτζι Μίλερ ούτε τον Ντανίλοβιτς. Ο μόνος παίκτης που με έκανε να αισθανθώ έτσι ήταν ο Όσκαρ Σμιντ. Ήταν σαν να μιλούσε με τη μπάλα! Έίχε κάτι που αν εξαιρέσουμε το ΝΒΑ, το είχαν μόνο ο Γκάλης και ο Πέτροβιτς» (Γιώργος Σιγάλας).

–         «Λάτρευα να τον βλέπω να προπονείται. Αλλά μισούσα τον χρόνο που χρειαζόταν στο τέλος της προπόνησης, γιατί αν δεν πετύχαινε συγκεκριμένο αριθμό διαδοχικών τριπόντων, δεν έφευγε» (η σύζυγός του, Κριστίνα).

[email protected]