Όταν ακούς το όνομα “Αργεντινή“, το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό σίγουρα δεν είναι το μπάσκετ.
Και είναι απολύτως λογικό.

Μια χώρα με γευστικά αρώματα, με ελεύθερους ήχους, με μπόλικο φαγητό, με ζωηρούς ανθρώπους.

Και ποδόσφαιρο.
Πολύ ποδόσφαιρο.

Κατά καιρούς, έχουν περάσει πολλοί σπουδαίοι θρύλοι, όπως ο Messi, όπως ο Batistuta, όπως ο Kempes.
Αλλά κανείς τους δεν κατάφερε ποτέ να αγγίξει τον εγχώριο μύθο του Diego Maradona, που εκτόξευσε μια ρημαγμένη από κρίση και δικτατορία πατρίδα στην κορυφή του αθλητικού πλανήτη με Μουντιάλ και αμέτρητους εφιάλτες σε κάθε λογής αντιπάλους.

 

 

 

Όταν ακούς το όνομα “Αργεντινή“, το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό σίγουρα δεν είναι το μπάσκετ.
Και είναι λογικό.

Τι λέτε να το αλλάξουμε αυτό;

Στις 28 Ιουλίου 1977, ένα μόλις χρόνο πριν την κατάκτηση του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο, γεννιέται σε μια γειτονιά της ωκεανικής Bahia Blanca ο κορυφαίος παίκτης στην ιστορία της χώρας.

Όχι στο ποδόσφαιρο.
Αλλά σε ένα άθλημα διαφορετικό και ταπεινό μπροστά στο δέος του.
Το μπάσκετ.

Από εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού, όλα επρόκειτο να αλλάξουν δραματικά.

Μπορεί η σκιά της στρογγυλής θεάς και η απλότητα που απαιτεί και αναγκάζει τους κοινωνούς της πάντα να της χαρίζουν τόνους δημοτικότητας έναντι κάθε τι άλλου στον κόσμο, αλλά αυτό το νεαρό παιδί θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να οδηγήσει την πατρίδα του σε ένα μονοπάτι διαφορετικό με το ίδιο όμως νέκταρ επιτυχίας.

Πριν φορέσει για πρώτη φορά τη φανέλα της «Ψυχής της Αργεντινής» -όπως είναι το παρατσούκλι της εθνικής ομάδας- αυτή μπορούσε μονάχα να επιδείξει 2 μετάλλια από το 1912.
Όταν την έβγαλε για τελευταία φορά, ιδρωμένη και ποτισμένη από τα δάκρυά του, είχε άλλα 15 -αλλά και 4 στις παγκόσμιες διοργανώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων και Mundobasket.

 

 

 

Από την άλλη μεριά, η ποδοσφαιρική Εθνική -στο ίδιο διάστημα- παρουσιάστηκε μόλις 1 φορά σε ημιτελικά/ Τελικούς έξω από την ήπειρό της, απογοητεύοντας πολλάκις το φίλαθλο κοινό της.

Ωστόσο, η Ψυχή ήταν πάντα εκεί για αυτούς.
Ήξερε ότι δεν θα γίνει ποτέ ποδόσφαιρο στη συνείδησή τους μα δεν την πείραζε.
Μοχθούσε απλά για να τους δώσει χαρές και να διώξει έστω και για ελάχιστες ώρες τα προβλήματα και τις βαθιές έγνοιες της καθημερινότητας.

Και η Ψυχή της Ψυχής, ο Manu Ginobili, ήταν η αιώνια σημαία της!
Παρά την ηλικία, παρά τις αντιρρήσεις των Spurs, παρά τους τραυματισμούς.
Ήταν εκεί.

 

 

 

Και μαζί του ήταν όλη η γερόλυκη παρέα, που δεν παράτησε ποτέ τη μοναδική αποστολή που έθεσαν.
Να βγάλουν από τη βασίλισσα του ποδοσφαίρου το ακριβό της φόρεμα, να της χαρίσουν απλόχερα μια ολόσωμη και κάπως λερωμένη εργατική φόρμα και να τη βάλουν στην αγκαλιά τους χορεύοντας ταγκό για όλο το βράδυ, με τις πρώτες μόνο αναλαμπές του ήλιου να διαλύουν τον όλο ερωτισμό τους.

Γιατί στο φως, το ποδόσφαιρο δεν έχει αντίπαλο.

Όταν ο Manu αποσύρθηκε μετά από περίπου 20 χρόνια έχοντας χάσει πολλά από τα μαλλιά του νεαρού παιδιού που κάποτε ξεκίνησε να παίζει με τους φίλους του σε κάθε τσιμεντένια αυλή του Buenos Aires, η φόρμα είχε ξεραθεί από τις πολλές χρήσεις στο πέρασμα των καιρών.
Αλλά αυτή η φόρμα μιας παρέας παιδιών που έγιναν πολύ πιο γρήγορα από ότι φαντάστηκαν ποτέ άνδρες έβαλε την Αργεντινή στο παγκόσμιο μπασκετικό χάρτη, και ο έφηβος της Bahia Blanca έγινε ο Maradona όλης της Αργεντινής.

Ή πιο σωστά, έγινε ο Manudona της!

 

 

Σήμερα, ο σπουδαίος Manu Ginobili γίνεται 44 ετών.