poulispanagiotopoulosΟ όρος “τενοντίτιδα” (tendinitis, tendonitis) παραπέμπει συνειρμικά σε φλεγμονώδη πάθηση του τένοντα και αυτό είναι αναληθές στην περίπτωση του Τενόντιου πετάλου (rotator cuff) του ώμου, της “τενοντίτιδας” του επιγονατιδικού, της “τενοντίτιδας” του Αχίλλειου τένοντα καθώς και έξω “επικονδυλίτιδας” που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται ως τενοντίτιδες, αλλά στην πραγματικότητα είναι εκφυλιστικές καταστάσεις με μικροσκοπικό υπόβαθρο την αποκόλληση ή ρήξη ινών (τενοντοπάθειες).

Η  τενοντοπάθεια διακρίνεται από εν τω βάθει εκφυλιστικές μικρορήξεις τενόντιων ινών. Η ακριβής εικόνα της βλάβης μπορεί να φανεί με διαγνωστικές μεθόδους, όπως το υπερηχογράφημα (u.s) και η μαγνητική τομογραφία (M.R.I). Κλινικά ο ασθενής έχει έντονο πόνο στην περιοχή, που σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της λειτουργικότητας του γόνατος.

Αντί του όρου “τενοντίτιδα“, στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο όρος “tendinosis” που θεωρείται ιδεώδης για κλινική διάγνωση ή ο όρος “tendinopathy“, που είναι πιθανώς ο πιο κατάλληλος γενικός προσδιορισμός της κατάστασης αλλά και οι όροι “incomplete tear” και “chronic micro tearing” που υποδηλώνουν τη θεωρητική παθοφυσιολογία της κατάστασης, φαίνεται όμως ότι οι όροι “tendinosis” και “tendinopathy” έχουν επικρατήσει διεθνώς.

Ο όρος “tendinosis“, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από Γερμανούς συγγραφείς τη δεκαετία του 1940 και έγινε ευρύτερα αποδεκτός μετά το 1976 και υποδηλώνει ενδοτενοντική εκφύλιση, χωρίς κλινικά ή ιστολογικά σημεία ενδοτενοντικής φλεγμονής και χωρίς απαραίτητα να είναι συμπτωματική, έχει αντικαταστήσει τον όρο “tendinitis” στο official index of diagnostic codes της Σουηδίας.

Η συχνά λοιπόν αναφερόμενη “τενοντίτιδα” είναι στην πραγματικότητα tendinosis ενώ η tendinitistendonitis θεωρείται τώρα σχετικά σπάνια κατάσταση. Κατά τον Warren Hammer, “Goodbye Tendonitis, Hello Tendinosis“.