Δύσκολη η ελληνική γλώσσα, το αντιλαμβάνομαι. Δεν είναι κακό να μην τη μιλάς, αν δεν θες να το παίξεις “δημοσιογράφος”. Αν πάλι έχεις δει όνειρο, ακόμα κι αν δεν την κατέχεις, πάρε ένα λεξικό ρε αγόρι μου, δεν πονάει. Δίπλα σου θα το έχεις κι όταν βρίσκεις άγνωστες λέξεις θα το συμβουλεύεσαι.

Τώρα θα πει κανείς γιατί ψειρίζεις (και όχι ψηρίζεις) τη μαϊμού. Αν και άνθρωποι που θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε ανοιχτόμυαλοι, είμαστε… ρατσιστές με τους αγράμματους (που το παίζουν “δημοσιογράφοι”).

Και που ‘σαι αγράμματε: Μάθημα (δωρεάν, δεν χρωστάς τίποτα) για σένα. Ψειρίζω: 1) Βγάζω τις ψείρες. Το κάνουν πολύ οι πίθηκοι.
2) Δίνω υπερβολική σημασία στις λεπτομέρειες, ψιλολογώ. Το κουράζω το πράγμα. Λέγεται και ψειρίζω τη μαϊμού. Είναι συνώνυμο με το ξεψειρίζω.