Αποτελεί πλέον, έναν άνθρωπο-σήμα κατατεθέν της ελληνικής δημοσιογραφίας, και ταυτόχρονα μίας άλλης, γενναίας εποχής για το συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο τόσο πολύ έχει αμφισβητηθεί με την πάροδο των χρόνων. Η φωνή του έχει μείνει στο μυαλό όλων των ακροατών, όσο ελάχιστες. Δεν είναι, τυχαίος, άλλωστε, ο χαρακτηρισμός του ως η “θρυλική φωνή” του ελληνικού ραδιοφώνου και όχι μόνο, μιας και ταυτόχρονα έχει συνδεθεί με την ιστορική στιγμή της πρώτης κατάκτησης ευρωπαϊκού τροπαίου από ελληνική ομάδα (ΑΕΚ-Σλάβια Πράγας 89-81, για το Κύπελλο Κυπελλούχων μπάσκετ, Παναθηναϊκό Στάδιο, έτος 1968).

Σήμερα, ακριβώς 53 χρόνια μετά την πρώτη του μέρα (5/2/1962) σε αυτό που ευστόχως ο ίδιος χαρακτηρίζει πρώτα λειτούργημα, παραμένει στις επάλξεις. Σε μία συζήτηση περί… δημοσιογραφίας στο basketblog.gr, ο Βασίλης Γεωργίου δίνει ξανά το δικό του “στίγμα”, προκειμένου να συνεχίσει να δείχνει το δρόμο στους νεότερους, για μία άλλη, καλύτερη εποχή για κάθε συνάδελφο, και συνολικά για το επάγγελμα.

Με τον Ραφαήλ Αλαγά

53 χρόνια λοιπόν…

Πρόκειται για μία υπέροχη επαγγελματική καριέρα, μία ζωή… μικρόφωνο και μία μεγάλη ιστορία, η οποία είχε ως κέρδος την αγάπη των Ελλήνων φιλάθλων, όλων των ομάδων, προς το πρόσωπό μου. Η πορεία αυτή ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου 1962, με το Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΔ) και με τις διαφορετικές ονομασίες που απέκτησε, όσο περνούσαν τα χρόνια, δηλαδή ΕΙΡΤ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης), ΕΡΤ (Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση), ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων), ΕΤ (Ελληνική Τηλεόραση), ΝΕΤ (Νέα Ελληνική Τηλεόραση), και ακόμη την ΕΡΑ ΣΠΟΡ. Θα έλεγα ότι ανάμεσα σε όλους, όσοι δούλεψαν όλα αυτά τα χρόνια για το συγκεκριμένο ίδρυμα, υπήρχαν άνθρωποι με αρχές και καταξίωση, καθώς έλαμπε και λάμπει ακόμη η αξία και το ταλέντο τους.

Ήρθε, όμως, ο Ιούνιος του 2013, όταν και η τότε ελληνική κυβέρνηση, με νομοθετικό διάταγμα του Σίμου Κεδίκογλου, έβαλε «μαύρο» στην ΕΡΤ. 2.600 εργαζόμενοι, μαζί με τις οικογένειές τους, βρέθηκαν στο δρόμο. Όπως κι εγώ, έτσι και πολλοί άλλοι που έχουν ακολουθήσει τη δική τους διαδρομή στην αθλητική δημοσιογραφία, δεν καταλάβαμε πώς έκλεισαν αυτό το ίδρυμα. Το γιατί, είναι ένα ερώτημα που περιμένω ακόμη να απαντηθεί.

Το θέμα, όμως, είναι ότι στη θέση της ΕΡΤ, εγκαταστάθηκε η ΝΕΡΙΤ, ένα κατασκεύασμα που θα έλεγε κανείς ότι είναι ρετρό, ιδιαίτερα στα αθλητικά, στα οποία φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόγραμμα. Πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει το καταξιωμένο και επιτυχημένο ραδιόφωνο της ΕΡΑ ΣΠΟΡ. Υπάρχει, βέβαια, και η δημιουργία της ΕΡΤ Open, η οποία διατηρεί την εικόνα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, με τους ανθρώπους της να περιμένουν πότε θα έρθει η στιγμή της επαναλειτουργίας της ΕΡΤ. Αυτή θα είναι και η στιγμή της δικαίωσής τους. Υπάρχει αυτή η ελπίδα, καθώς αποτελεί υπόσχεση της νέας κυβέρνησης, αλλά αυτό είναι κάτι που θα δείξουν οι καιροί. Πιστεύω, ωστόσο, ότι για όσους ανθρώπους απολύθηκαν χωρίς να αποζημιωθούν, θα έρθει και η ώρα της επαναλειτουργίας του ιδρύματος και της αποζημίωσής τους.

Με αυτά τα λόγια, θα ήθελα να γιορτάσω τα 53 μου χρόνια. Θα ήθελα, επίσης, να πω σε όλους ότι όποιος δε σέβεται την ιστορία, δεν έχει ούτε παρόν, αλλά ούτε και μέλλον. Γι’ αυτό και όλοι λέμε, ότι η επαναλειτουργία της ΕΡΤ, θα είναι μία ηθική και νόμιμη λύση. Είμαι στενοχωρημένος σε αυτό το θέμα, καθώς πολλοί καλοί συνάδελφοι και ικανοί δημοσιογράφοι έχασαν τις δουλειές τους, με αποτέλεσμα να μείνουν μόνο αυτοί που δίνουν τη δική τους «μάχη» με την ΕΡΤ Open, και μάλιστα –για να το θέσω ευθέως- χωρίς μία και… ο θεός βοηθός!

Αυτά είναι τα 53 χρόνια του Βασίλη Γεωργίου, με… μία ζωή μικρόφωνο!

Από τα 53 σας χρόνια, οι περισσότεροι έχουν «αποθηκευμένη» στη μνήμη τους την περιγραφή του αγώνα ΑΕΚ-Σλάβια Πράγας για τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων μπάσκετ το 1968. Μπορεί να αποτελεί κοινότοπη ερώτηση, αλλά ήταν αυτή και για εσάς η ωραιότερη στιγμή σας;

Η μετάδοση του τελικού εκείνου, όπου η «Βασίλισσα», έγινε «Βασίλισσα της Ευρώπης», ήταν η μεγαλύτερη μετάδοση. Υπήρχε και άλλη μία, όμως, η οποία χρονολογείται στο 1969, και πρόκειται για τον αγώνα Πορτογαλία-Ελλάδα στο Οπόρτο. Ήταν το τελευταίο ματς, στην προσπάθεια πρόκρισής μας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό. Εκεί, η τύχη μας γύρισε την πλάτη, μιας και στο τέλος προκρίθηκε η Ρουμανία. Ήταν το ωραιότερο Παγκόσμιο Κύπελλο, και λείψαμε από αυτό. Θυμάμαι χαρακτηριστική αυτό το ματς, καθώς είχαμε προηγηθεί 0-2, αλλά ο μεγάλος Εουσέμπιο ήταν αυτός που έκρινε την έκβαση της αναμέτρησης, με αυτήν να λήγει 2-2.

Έχω από εκεί, μάλιστα, υπέροχες αναμνήσεις, καθώς μαζί με τον Γιάννη Διακογιάννη (περιγράφαμε μαζί το παιχνίδι) και τον Σάββα Τσώχο, γνωρίσαμε από κοντά τον Εουσέμπιο, καθώς και τον μεγάλο Χερέρα. Ο τελευταίος μας είπε ότι για να γίνει μία ομάδα μεγάλη, πρέπει να πάρει και τα ανάλογα αποτελέσματα.

Υπήρξαν πολλές μεγάλες μεταδόσεις, αλλά στέκομαι κυρίως σε αυτές τις δύο.

Ποιες είναι οι διαφορές των συναδέλφων σας εκείνης της εποχής, με τους σημερινούς δημοσιογράφους;

Μία βασική διαφορά ήταν, ότι εκείνη την εποχή, έτυχε εμείς να έχουμε τους μεγαλύτερους δασκάλους του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.

Θα αναφερθώ σε ένα απλό πράγμα, το οποίο μάθαμε τότε, και προσωπικά πάντοτε το εφάρμοζα και το εφαρμόζω, κυρίως στο ραδιόφωνο. Όταν, λοιπόν, γίνεται μία σύνδεση από το ένα γήπεδο στο άλλο, ο δημοσιογράφος τότε αναφερόταν πρώτα στο σκορ και την χρονική στιγμή της εξέλιξης του αγώνα, για να μπορέσει μετά να περιγράψει όσα γίνονταν ή όσα είχαν ήδη γίνει νωρίτερα στο ματς. Στην τηλεόραση, επίσης, χρειαζόταν η επανάληψη του σκορ κάθε πέντε λεπτά από τον περιγράφοντα, μιας και τότε δεν υπήρχε το κοντέρ που βλέπουμε σήμερα. Με λίγα λόγια, οι δημοσιογράφοι τότε έμαθαν να κυνηγούν το όνειρό τους και να τη ζουν πραγματικά τη δουλειά τους.

Σήμερα, βλέπω ανθρώπους που μεταδίδουν και μιλούν μόνο για τη μία ομάδα. Υπάρχουν, όμως, δύο ομάδες πάντα στο γήπεδο. Υπάρχει, επίσης, και το γεγονός ενός βερμπαλισμού, δηλαδή του να εκθειάζει ο περιγράφων οτιδήποτε συμβαίνει, χωρίς πολλά τεκταινόμενα να είναι αξιόλογα. Το ίδιο ισχύει και για τις λεγόμενες «ευκαιρίες». Ευκαιρία για μία ομάδα, είναι για παράδειγμα το τετ-α-τετ του επιτιθέμενου με τον τερματοφύλακα, όχι ένα σουτ από τα 40 μέτρα που μπορεί να έχει μία καλή κατάληξη.

Υφίσταται, δηλαδή, μία διαφορά στην αντίληψη σχετικά με το σεβασμό προς τον ακροατή, αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι αυτό, γιατί ίσως δεν έχει γίνει σήμερα ιδιαίτερα κατανοητό, ότι η περιγραφή ενός αγώνα είναι ένα λειτούργημα που ισχύει για όλους.

Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να γίνουμε όλοι σαν τον Γιάννη Διακογιάννη, τον Βαγγέλη Φουντουκίδη ή τον Κώστα Σισμάνη. Δεν ήταν όλοι, φυσικά, άριστοι, καθώς αρκετοί, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να σταθούν, έφταναν μέχρι και στο σημείο να αλλάξουν επαγγελματικό προσανατολισμό. Μερικά βασικά πράγματα, όμως, και δη στο ραδιόφωνο, μπορούν όλοι να τα μάθουν και να τα εφαρμόσουν.

Είναι, επομένως, θέμα εγκυρότητας και ταχύτητας, και αυτά τα δύο στοιχεία είναι από εκείνα που διαφοροποιούν εκείνη την εποχή από το σήμερα.