Ο μόνος λόγος που θα πρέπει να προβληματιστεί ένας προπονητής σε τμήματα υποδομής είναι αυτός: Αν τα παιδιά είναι δεν είναι ευτυχισμένα και δεν περιμένουν πως και πως την επόμενη προπόνηση. Γράφει ο Νίκος Μπουρλάκης

Η καθοδήγηση και η διαμόρφωση χαρακτήρα σε ένα μικρό παιδί είναι ασφαλώς ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή μας. Στις μικρές ηλικίες, όταν τα παιδιά αρχίζουν να «πλάθουν» τα χαρακτηριστικά τους, ο ρόλος του προπονητή/καθοδηγητή είναι ιερός. Δεν είναι μόνο εκείνος που θα του μάθει τα μυστικά του μπάσκετ, αλλά περισσότερο ο «δάσκαλος» που θα τον καθοδηγήσει στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Θα τον μάθει να λειτουργεί ιδανικά στο πλαίσιο μιας ομάδας, να γίνει καλός συμπαίκτης, να «μοιράζεται» συναισθήματα και στιγμές με τους συναθλητές του, να σέβεται, να δουλεύει σκληρά, να έχει όνειρα και να τα διεκδικεί. Έχω ξαναγράψει ότι ο προπονητής των «μικρών ηλικιών» ειδικά στην Ελλάδα δεν έχει την αναγνώριση που του αρμόζει. Είναι πολύ σοβαρός ο ρόλος του και η επιλογή του θα πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένα κριτήρια.
Το ότι οι περισσότερες ομάδες επιλέγουν έναν αθλητή του για τη δουλειά αυτή παρέχοντας και συμπλήρωμα στην αμοιβή, είναι συζητήσιμο με την έννοια ότι δε γνωρίζουμε αν ο συγκεκριμένος διαθέτει όλα τα απαραίτητα προσόντα ώστε να ανταποκριθεί.
Πολλές φορές «κολλάω» σε προπονήσεις μικρών παιδιών. Μου αρέσει να ανιχνεύω τον τρόπο δουλειάς και σκέψης των προπονητών. Για να είμαι ειλικρινής από την πρώτη στιγμή σχηματίζω αρνητική εντύπωση όταν βλέπω έναν προπονητή να «γκαρίζει», να μιλάει άσχημα και να ειρωνεύεται τα παιδιά!
Ουδέποτε μπόρεσα να καταλάβω το λόγο που ένα παιδί θα μάθει καλύτερα με τις φωνές και όχι με έναν τρόπο ήρεμο, επεξηγηματικό και «καθαρό». Δεν πρόκειται να μπω στη διαδικασία «προσβολών» (στην καλύτερη) διότι δεν έχει νόημα να συζητάμε κάτι δεδομένο: Όποιος απευθύνεται με τρόπο προσβλητικό ή υβριστικό είναι λάθος από την πρώτη στιγμή.
Τα παιδιά, βεβαίως, σε αυτές τις ηλικίες ακόμα πειραματίζονται, δε μπορούν να διαγνώσουν ούτε οι ίδιοι ούτε άλλος κανείς το που θα φτάσουν. Ακόμα και το αν θα γίνουν μπασκετμπολίστες δηλαδή. Το χρέος είναι να δημιουργηθούν- αρχικά- σωστοί φίλαθλοι. Να αγαπήσουν τον αθλητισμό, το μπάσκετ. Να σέβονται τους πάντες, να «καθαρίσει» αυτή η τοξικότητα και οι ακραίες συμπεριφορές να αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.
Λυπούμαι να αναφέρω ότι σε αγώνα παιδικού πρωταθλήματος που παρακολούθησα πρόσφατα και καθώς καθόμουν στην εξέδρα, άκουγα ειρωνικά σχόλια από γονείς σε βάρος αθλητών της «αντίπαλης» ομάδας και συνεχείς διαμαρτυρίες προς τους διαιτητές. Αυτή δεν είναι υγιής κατάσταση και πρέπει να την καταπολεμήσουμε: Με τη δημιουργία υγιώς σκεπτόμενων φιλάθλων.
Ο προπονητής των μικρών ηλικιών, λοιπόν, θα πρέπει να συγκεντρώνει όλες εκείνες τις αρετές που θα οδηγήσουν τα παιδιά προς το «φως». Με τη γνώση, τη συζήτηση, τη δουλειά. Με τις αρχές και την εμπέδωση των ηθικών αρχών που οφείλουν να έχουν: Το σεβασμό και την άμιλλα. Τη θέληση για δημιουργία. Το «εγώ» να είναι κάτω από το «εμείς».
Είναι εκείνος που πρέπει να διατηρεί στο ανώτερο σημείο το ενδιαφέρον των παιδιών για την προπόνηση και τον αγώνα. Θα πρέπει να βλέπει ευτυχισμένα πρόσωπα, μα κυρίως παιδιά (γιατί ακόμα παιδιά είναι) που θα ανυπομονούν για την επόμενη φορά που θα βρεθούν στο γήπεδο.
Φοβάμαι ότι θα πρέπει να κρίνεται πολύ αυστηρά ο προπονητής των «μικρών» ηλικιών, όταν θα διαπιστωθεί ότι ένα- δύο- πέντε παιδιά έχουν χάσει το ενδιαφέρον και τη «ζωηράδα» για την προπόνηση. Κάτι θα έχει γίνει λάθος εκεί. Κάπου θα έχει χαθεί η «φλόγα». Κι οφείλει να την ανάψει ξανά.
Γι’ αυτό και ο προπονητής στις υποδομές θα πρέπει πρωτίστως να είναι παιδαγωγός και δευτερευόντως να ξέρει «καλά συστήματα»! Όταν χτιστεί η βάση με τη σωστή νοοτροπία και στη συνέχεια διδαχθούν (μέσα από τη δουλειά) τα μυστικά του μπάσκετ (σωστό σουτ, ντρίπλα, πάσα, τρέξιμο, ένας εναντίον ενός κτλ) τότε θα μπορέσουμε να περάσουμε στα συστήματα.
Διότι λυπάμαι να αναφέρω ότι στη συντριπτική πλειοψηφία το έχουμε πάει εντελώς ανάποδα: Πρώτα συστήματα, ελάχιστα βασικά και σχεδόν καθόλου νοοτροπία!