Η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων του μαγικού κόσμου του ΝΒΑ θεωρούν ότι ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ο καλύτερος παίχτης όλων των εποχών. Ο τρόπος παιχνιδιού του, το 6/6 σε τελικούς, αυτό που έφερε στη λίγκα και άλλα πολλά, τον κατατάσσουν όντως πολύ ψηλά στη λίστα των καλύτερων στην ιστορία της “πορτοκαλί θεάς”.
Κι όμως, σας λέω εδώ ότι αν δεν υπήρχαν δυο τύποι, δυο αστέρια που εμφανίστηκαν μαζί στον ουρανό, ο Τζόρνταν ίσως θα παραλάμβανε καμένη γη. Και εκεί τα περιθώρια για μεγαλοσύνη θα ήταν πολύ πιο περιορισμένα.
Και εξηγούμαι...

Μετά τις κόντρες των μεγάλων σέντερ, Μπιλ Ράσελ – Ουίλτ Τσάμπερλεν, αργότερα εμφανίστηκε κι ο Λου Αλσίντορ (Καρίμ), αλλά στη δεκαετία του ’70 η κατάσταση στη λίγκα ήταν, το λιγότερο, απογοητευτική.

Είναι η μοναδική δεκαετία, που δεν υπάρχει καμία δυναστεία, πράγμα που, ναι μεν δημιουργεί ρευστότητα στα αποτελέσματα, αλλά δημιουργεί και ομάδες- διάττοντες αστέρες, με τις οποίες ο φίλαθλος δε μπορεί να δεθεί. Δεν υπάρχει με λίγα λόγια μια σημαντική κόντρα, όπως αυτή των Λέικερς και των Σέλτικς, που πολώνει τον κόσμο και αυξάνει το ενδιαφέρον.
Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο. ‘Ερευνες έχουν δείξει ότι μία σταθερή κόντρα (σε τελικούς περιφέρειας ή τελικούς ΝΒΑ) αυξάνει το ενδιαφέρον, γιατί ο κόσμος “αναγκάζεται” να παίρνει θέση.

‘Ετσι λοιπόν, τη δεκαετία του ’70 παρατηρούμε τους Μπακς των Καρίμ και Ρόμπερτσον να παίρνουν τον πρώτο τίτλο του Μιλγουόκι, επίσης οι Νικς των Ουίλις Ριντ και Ουόλτ Φρέιζερ, οι Ουόριορς του Ρικ Μπάρι, οι Μπλέιζερς του Μπιλ Ουόλτον, οι Μπούλετς του Ουές ‘Ανσελντ... Με λίγα λόγια, ρευστότητα, η οποία ναι μεν φαντάζει ενδιαφέρουσα αλλά, όπως είπαμε, δε δημιουργεί σταθερές αξίες!

Το δεύτερο πρόβλημα, ίσως το σοβαρότερο, είναι ότι οι παίχτες υποπίπτουν σε συνεχή ατοπήματα, που απομακρύνουν το φίλαθλο κόσμο από τα γήπεδα. Τα συνεχή σκάνδαλα περί ναρκωτικών, οι κλωτσοπατινάδες και η, εν γένει, άστατη ζωή των πρωταγωνιστών δημιουργούν κακά πρότυπα, τα εισιτήρια δεν πωλούνται όπως παλιά και αυτό συνεπάγεται και μικρότερο τηλεοπτικό ενδιαφέρον.
Μέχρι και οι τελικοί παίζονται στην τηλεόραση με χρονοκαθυστέρηση μερικών ωρών. Κανείς δεν ασχολείται, κανενός το αυτί δεν ιδρώνει. Πολλοί προβλέπουν ότι η Λίγκα θα σταματήσει να υπάρχει. Τέλμα…
Μέχρι που οι Θεοί του Μπάσκετ έδειξαν έλεος και έδωσαν στο ΝΒΑ αυτό που ζητούσε. Ούτε παραγγελία να είχαν κάνει ο Λάρι Ο’Μπράιαν και ο Ντέιβιντ Στερν τα γεγονότα που ακολούθησαν.

Ας τα πάρουμε από την αρχή…To 1979 έγινε στο Σολτ Λέικ της Γιούτα ο τελικός του Κολεγιακού Πρωταθλήματος ανάμεσα στο Μίσιγκαν Στέιτ και το Ιντιάνα Στέιτ. ‘Ενας τελικός, που αποκαλείται ακόμα και σήμερα από πολλούς, ως ” Ο Τελικός του Αιώνα”.
Οι νικητές από το Μίσιγκαν είχαν ως πρώτο βιολί τον Μάτζικ Τζόνσον και οι χαμένοι το Λάρι Μπερντ.
Οι δυο παίχτες, που είχαν συναρπάσει τα πλήθη και έδειχναν ότι θα είχαν μεγάλη καριέρα στον επαγγελματικό στίβο του μπάσκετ μπήκαν στο Ντραφτ με ένα χρόνο διαφορά. Ο ξανθομάλλης φόργουορντ μπήκε σε αυτό το 1978, επελέγη από τους Σέλτικς αλλά έμεινε στο κολέγιο άλλο ένα έτος. Ο δε φαντεζί Μάτζικ επελέγη το 1979 από τους Λέικερς.

Οι ιθύνοντες είδαν το φως το αληθινό… Πόσο πιο τέλειο, ακόμα και ο καλύτερος συγγραφέας δε μπορούσε να γράψει τόσο υπέροχο σενάριο! Οι Λέικερς ήταν, είναι και θα είναι η ομάδα των Πλουσίων, της ελίτ, η ομάδα με το όμορφο, τρελό μπάσκετ. ‘Αρα ένας “Μάτζικ” ταιριάζει γάντι στον Καρίμ και στα άλλα αστέρια της ομάδας του ΛΑ.
Από την άλλη η Βοστώνη είναι πολύ διαφορετική ιστορία. Πόλη εργατών κυρίως, ο κόσμος έχει ως διασκέδαση το μπάσκετ και τίποτα άλλο, η μόνη τους χαρά είναι η μνήμη των σπουδαίων Σέλτικς του Ράσελ και του Κούζι. Το ΛΑ το σιχαίνονται και το όνομα Μάτζικ τους φέρνει σιχαμάρα. “Πως είναι δυνατό ένας ρούκι να παρουσιάζεται με το όνομα Μάτζικ. Μπασκετική ύβρις…”
Για αυτούς ο Λάρι Μπερντ ήταν ο απόλυτος παίχτης, η τέλεια προσωποποίηση της πόλης. ‘Ενα φτωχόπαιδο από το Φρεντς Λικ της Ιντιάνα, που λίγο έλειψε να παρατήσει το μπάσκετ. Αλλά όταν αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά, τότε όλοι μίλησαν για “έναν λευκό που μπορεί να παίξει σπουδαίο μπάσκετ, όπως οι μαύροι”. Μη ξεχνάμε ότι ο ρατσισμός ήταν πολύ υπαρκτό θέμα τότε στις ΗΠΑ, όχι ότι τώρα δεν είναι, τέλος πάντων.

Οι δυο παίχτες, λοιπόν, έδωσαν στο ΝΒΑ τα φτερά που του έλειπαν και έκαναν τη δεκαετία του ’80 την πιο πετυχημένη, μέχρι την επόμενη. Γιατί η εκτόξευση ήταν τόσο μεγάλη, που οι ιθύνοντες δε ξανακοίταξαν πίσω.
Πρώτο και κύριο, αναδημιουργήθηκε η τεράστια κόντρα ανάμεσα σε Λέικερς και Σέλτικς, με κεντρικά πρόσωπα δυο υπερταλαντούχους νεαρούς. Με ένα σμπάρο, λοιπόν, δυο τρυγόνια. Και νέο αίμα και παλιά, ιστορική κόντρα.

Το θαύμα γιγαντώνεται το 1980, με το Μάτζικ να παίρνει στην παρθενική του σεζόν, τον τίτλο απέναντι στους Σίξερς. Και μάλιστα με τρόπο βγαλμένο από κάποια σειρά του Νέτφλιξ. Ελλείψει Καρίμ στο 6ο ματς,ο Τζόνσον αναλαμβάνει να παίξει σέντερ και κάνει ματς όνειρο, βάζοντας το κερασάκι στην πεντανόστιμη τούρτα του τίτλου.
1-0 για το Μάτζικ και τους Λέικερς. Οι Σέλτικς δεν άργησαν να απαντήσουν. Ο Μπερντ οδηγεί την ομάδα του, με αντιπάλους τους Ρόκετς.

Η πραγματική “πυρηνική” κόντρα αρχίζει, πάντως, το 1984. Οι δυο καλύτερες ομάδες της δεκαετίας βρίσκονται πρώτη φορά αντιμέτωπες μεταξύ τους, στην εποχή Μάτζικ-Μπερντ. Το ξύλο δίνει και παίρνει, οι δηλώσεις είναι συνεχείς και προκλητικές εκατέρωθεν, αλλά το μεγάλο μπαμ γίνεται στο “Παιχνίδι της ζέστης”. Σε ένα συμβάν που οι Λέικερς δε ξέχασαν και δε συγχώρησαν ποτέ, τα κλιματιστικά στο “Μπόστον Γκάρντεν” δε δούλεψαν ποτέ. Αυτό σήμαινε ότι η θερμοκρασία έφτασε τους 37 βαθμούς, μέσα στην υγρασία, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Ο Καρίμ αναγκάστηκε να βάλει μάσκα οξυγόνου, όσο καθόταν στον πάγκο. Σκηνές απείρου κάλους!
Τον τίτλο αυτό τον κατέκτησε η Βοστώνη στο 7ο ματς, εντός έδρας. Πατ Ράιλι και λοιποί Λέικερς δεν πίστευαν το χουνέρι στην αφιλόξενη Ανατολή.

Η συνέχεια έγραψε κι άλλες κόντρες, άλλες με νικητές τους Λιμνανθρώπους κι άλλες με το Τριφύλλι . Ματς ιερού πάθους αλλά και παραδοχής στο τέλος, ότι οι αντίπαλοι είναι σπουδαίοι.
Τότε ήταν που αναδείχθηκαν τα “Κακά Παιδιά” του Ντιτρόιτ, μέχρι να τα σαρώσει όλα ο Τζόρνταν με τους Ταύρους του.
Στο μεταξύ οι δυο αστέρες, Μάτζικ και Μπερντ, έγιναν από εχθροί φίλοι, σεβόμενοι και παραδεχόμενοι ο ένας την αξία του άλλου. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε και ένα διαφημιστικό εταιρείας υποδημάτων, που γυρίστηκε στο χωριό του Μπερντ και οι δυο παίχτες μοιράστηκαν προσωπικό χρόνο, χαλάρωσαν και γεύτηκαν τα εδέσματα της μαμάς του Λάρι. Εκείνη την ώρα, όπως είπε ο Μάτζικ, είδε στα μάτια της μαμάς Μπερντ τη δική του μαμά κι αυτό τα άλλαξε όλα.

Ο Λάρι δε θα ήταν ποτέ εχθρός του πλέον. Και όντως η φιλία τους κρατάει αναλοίωτη στο χρόνο ακόμα.
Η δεκαετία του ’90 και η συνέχεια του ΝΒΑ, σίγουρα δε θα ήταν όπως τη ξέρουμε, αν αυτά τα δυο παιδιά από το Μίσιγκαν και την Ιντιάνα δεν άλλαζαν για πάντα τον ρου της ιστορίας.

ΥΓ : ‘Οταν λάβαμε τη θετική απάντηση του Γκρεγκ Κάιτ, να βγει στο πόντκαστ μας, με το Μιχάλη νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Δεν περιμέναμε ποτέ ότι ένας δις πρωταθλητής του ΝΒΑ θα μιλούσε σε εμάς. O περί ου ο λόγος κατέκτησε τον τίτλο με τη Βοστώνη το 1984 και 1986. ‘Ηταν αναπληρωματικός του τεράστιου Πάρις, δίνοντας τις μάχες του στα λεπτά που του αναλογούσαν. Οι ιστορίες που μας είπε αμέτρητες. ‘Ηταν στο επίκεντρο των συμβάντων, αφού έπαιξε στους Σέλτικς την πενταετία 1983-88.

Στη συνέχεια μοιράστηκε το παρκέ με τον πιτσιρικά Σακίλ Ο’Νηλ, στο Ορλάντο, μετά με το Γιούιν στους Νικς, με το Ρικ Σμιτς στην Ιντιάνα.
Ο πολύπειρος ρολίστας έπαιξε στο ΝΒΑ 12 ολόκληρα χρόνια, δεν ήταν φυσικά το μεγάλο όνομα,αλλά σίγουρα κάτι έκανε καλά για να μείνει εκεί τόσα χρόνια. Και είχε τόσα να πει. Ειμαστε πραγματικά ευγνώμονες για αυτή την κουβέντα, με έναν άνθρωπο που έζησε την ιστορία από μέσα.