psarakisΣε ένα φυλλάδιο στην παιδίατρο της κόρης μου πριν λίγα χρόνια είχα διαβάσει το εξής εκπληκτικό που με είχε βάλει σε τρομερές σκέψεις ως γονιό. “Το παιδί σας δεν ζήτησε να γεννηθεί. Μη ζητήσετε λοιπόν ποτέ την ευγνωμοσύνη του“. Οι παραπάνω φράσεις μου ήρθαν αμέσως στο μυαλό με αφορμή τα όσα ακολούθησαν της αναμενόμενης μετακίνησης του Βλαδίμηρου Γιάνκοβιτς στον Παναθηναϊκό και των αντιδράσεων που προκάλεσε αυτή.

Τον Βλάντο τυγχάνει να τον γνωρίζω από την τρυφερή ηλικία των 14 ετών. Τότε που ως “παιδί του μπαμπά του” βρήκε τη στοργή και την αγάπη που του έπρεπε στον Πανιώνιο. Τον έζησα από κοντά να κάνει την “επανάστασή” του, να ζει την εφηβεία του με τις τρέλες και το αραλίκι, να “κάθεται” και να “βολεύεται” “εις το όνομα του πατρός” και να μην δουλεύει πάνω στο έμφυτο ταλέντο του (το DNA βλέπετε) και να μην μπορεί να κατανοήσει το δώρο που κρατούσε στα χέρια του.

Τον έζησα να βαριέται να προπονηθεί, να ασχολείται με όλα τα άλλα εκτός από το μπάσκετ. Να τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης, σε σχέση με άλλους συνομήλικούς του στην οικογένεια του Πανιώνιου που του συγχώρεσε όλα τα λάθη και τις τρέλες. Από το “μπαϊράκι” να επιστρέψει στη Σερβία για να βρει χρόνο συμμετοχής μέχρι το περσινό “λάθος” του να υποβληθεί σε επέμβαση στο πόδι εν αγνοία της ομάδας. Και του συγχωρέθηκαν όλα. Και έτσι έπρεπε να γίνει. Κι αυτό γιατί ο Βλάντο κατάλαβε αφού ξεπέρασε την εφηβεία όπως όλοι μας (που ίσως κάναμε και… χειρότερα στην ηλικία του), να βάλει το κεφάλι κάτω, να δουλέψει σαν σκυλί το περασμένο καλοκαίρι και να μεταμορφωθεί από παιδί σε άντρας.

Όλα τα παραπάνω “παραστρατήματα” προσωπικά τα θεωρώ ήσσονος σημασίας ειδικά για τη δική του περίπτωση. Ένα παιδί που δίχως να το επιλέξει υποχρεώθηκε να κουβαλήσει για πολλά χρόνια έναν σταυρό μαρτυρίου για το μοιραίο “λάθος” του πατέρα του. Ένα παιδί που μεγάλωσε δίχως καλά-καλά να γνωρίσει τον πατέρα του, με γονείς χωρισμένους από ένα χρονικό σημείο και ύστερα, που προσπαθούσε να “μεγαλώσει” κάπου μεταξύ Αθήνας, Βελιγραδίου, Κύπρου… Και που όλοι είχαν απαιτήσεις από αυτόν επειδή ήταν “ο γιος του Μπόμπαν“.

Ταμπέλα” την οποία ο ίδιος ο Βλάντο ουδέποτε “αποδέχθηκε” και κατάφερε να αποτινάξει μία και καλή όταν πριν δύο μήνες στο αφιέρωμα των New York Times δήλωσε μεταξύ άλλων “Ήταν ένα μεγάλο βάρος να φέρω το όνομα του πατέρα μου. Δεν μπορούσα να χειριστώ την πίεση. Στις κακές μέρες σκεφτόμουν “γιατί σε εμένα”; Γιατί ότι έπρεπε να με γνωρίζουν; Δεν μπορούσα να κρυφτώ. Προσπαθούσα να ισορροπήσω μεταξύ σχολείου, εφηβείας και του να ζω ως έφηβος” προσθέτοντας με νόημα: “Δεν κατηγορώ κανέναν για ότι είχε γίνει τότε εκτός από τον πατέρα μου. Ποτέ δεν μιλήσαμε για εκείνο το συμβάν. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να βγει από μέσα του και να το συζητήσει. Ήταν κάτι που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Ήταν μία ηλίθια απόφαση, μία ηλίθια στιγμή αλλά τι μπορώ να κάνω τώρα;”.

Τι είπε στην πραγματικότητα με όλα τα παραπάνω; “Αφήστε με να ζήσω τη ζωή μου“. Αυτό είπε. Να ζήσει τη ζωή που δεν έζησε ποτέ και που πλέον του δίνεται η ευκαιρία να τη ζήσει δίχως να διαγράφει το παρελθόν, αλλά μαθαίνοντας από αυτό. Αφήνει στην άκρη όλα όσα τον πλήγωναν όλα αυτά τα χρόνια, βγάζει από πάνω του μία και καλή την “ταμπέλα” του “γιου του Μπόμπαν” και είμαι σίγουρος ότι από εκεί ψηλά κάποιος θα είναι υπερήφανος

Υ.Γ. Για όλους αυτούς που από το πρωί της Πέμπτης έχουν λυσσάξει βγάζοντας τα απωθημένα τους εναντίον του δεν αξίζει ο κόπος να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Άλλωστε όσο και αν μιλάς σε έναν τοίχο δεν πρόκειται ποτέ να σου απαντήσει. Το αυτό ισχύει και για τους περισσότερους όσων τον αποθεώνουν για την απόφασή του. Βλέπετε, είναι οι ίδιοι που τρία χρόνια πριν έβριζαν με ανάλογο ή και χειρότερο τρόπο τον Σπανούλη