Του Γιάννη Ψαράκη
18/05/2012

Ηταν το τρίτο δεκάλεπτο του μικρού τελικού ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τη Μπαρτσελόνα στο Σινάν Ερντέμ της Κωνσταντινούπολης όταν μετά από ένα 20λεπτο όπου λίγοι (και εκλεκτοί) από τους “στρατούς” που υποστήριζαν (;) τις δύο ομάδες είχαν μάτια μόνο για όσα γίνονταν στο παρκέ και είχαν τα αυτιά τους κλειστά. Βλέπετε οι περισσότεροι είχαν επιδοθεί σε μία ακατάσχετη υβρεολογία, δίχως όρια, δίχως σταματημό, δίχως τέλος.

Το ποιός θα βρίσει περισσότερο τον “ωχτρό“, ποιός θα φωνάξει πιο δυνατά ότι “γαμάει” καλύτερα τον άλλο ήταν το ζητούμενο και όχι αν ο Διαμαντίδης θα δώσει σωστή πάσα ή αν ο Καϊμακόγλου θα βάλει το τρίποντο.

Κάποια στιγμή, εμφανίζεται στην εξέδρα των φανατικών του Παναθηναϊκού ένας θλιβερός τύπος φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ακρη-άκρη έξω από τα προστατευτικά κάγκελα, μια ανάσα από το κενό. Οι… απέναντι δεν έχασαν την ευκαιρία και σκάρωσαν ένα τραγουδάκι ειδικά για την περίσταση λούζοντας με κοσμητικά επίθετα τον “αντίπαλο“. Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά; Το σύνθημα ήταν… ονομαστικό, δηλαδή ήταν σαν να του μιλούσαν στο τηλέφωνο ή σαν να τον είχαν απέναντί τους αποκαλώντας τον με το πλήρες όνομά του.

Ομολογώ ότι μετά από χρόνια στο κουρμπέτι και έχοντας φάει στη μάπα στη δεκαετία του ʼ90 την αντιπαλότητα των δύο “αιώνιων” στο μπάσκετ, έχοντας ζήσει μοναδικές στιγμές καφρίλας και αλητείας στα εκάστοτε γήπεδα των δύο ομάδων, ο οργανισμός μου έχει φτάσει στο σημείο να έχει αλλεργία σε οτιδήποτε αφορά τις δύο αυτές ομάδες εκτός παρκέ. Παραγοντίσκοι και κυρίως οι “περήφανοι λαοί” τους μου προκαλούν πέρα από αηδία, αλλεργία και απέχθεια. Για πρώτη φορά μετά από 24 χρόνια σε φάιναλ-φορ έφυγα από το γήπεδο για να πάρω αέρα αφού δεν το άντεχα.

Εκεί, έτυχε να πέσω σε μία κουβέντα κάποιων οργανωμένων, είχα την ευκαιρία να ακούσω όλα όσα έλεγαν (δεν έχει την παραμικρή σημασία από πιο στρατόπεδο προέρχονταν αφού οι μεν είναι χειρότεροι από τους δε και ανάποδα…) και ομολογώ ότι… προσγειώθηκα στον πλανήτη χουλιγκανισμός. Ξέρω-ξέρω, “καλά, εσένα τώρα σε φέρανε”; Εμ, αυτό λέω. Πως όλοι γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν μιλά…

Έμαθα, λοιπόν πως το περιβόητο ξύλο έξω από την Αγιά Σοφιά είχε… προγραμματιστεί σε τηλεφωνική επικοινωνία των αρχηγών των στρατών, πως “οι κότες δεν ήρθαν και εμείς βρήκαμε κάτι ξέμπαρκους και τους σαπίσαμε στο ξύλο“. Πως “θα τα πούμε και στην Αθήνα και θα τους δείξουμε εμείς ποιοι είμαστε, θα φάνε καλά”. Ποιοι είναι οι “κότες που δεν πήγαν” και ποιοι θα “δείξουν ποιοί είναι” έχει καμία σημασία; Σαφώς και όχι αφού όλα τα σκατά είναι ίδια μεταξύ τους.

Συμπέρασμα; Σε μία χώρα όπου εδώ και χρόνια ο νόμος που υπερισχύει είναι του χάους, όπου ο καθένας κάνει ότι θέλει, όποτε θέλει και όπως θέλει δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται να τιμωρηθεί, δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν τα πρεζόνια – χουλιγκάνοι – βαρεμένοι – παντοφλάκηδες πείτε τους όπως θέλετε, των γηπέδων. Οποιουδήποτε σπορ. Σάμπως ξέρουν έστω και έναν παίκτη της ομάδας τους όλοι αυτοί;

Οταν λοιπόν ένα κράτος για να χρησιμοποιήσω την έκφραση της εποχής “δεν υπάρχει” εδώ και χρόνια, μια αστυνομία είναι ανίκανη ή το παίζει ανίκανη, παράγοντες ομάδων προσπαθούν να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου και όχι με το πρωτάθλημα στο οποίο παίζουν έχοντας καταντήσει τη λίγκα διακοσμητικό στοιχείο, ο οπαδικός Τύπος επί δεκαετίες θρέφει το τέρας με παραμύθια και συστηματικά ψέμματα για να τσιμπήσει κάνα φυλλαράκι παραπάνω, πως θα διαφέρουν οι “πελάτες”. Πως σε ένα κράτος όπου κυριαρχεί η ρεμούλα, η κλεψιά, η ασυδοσία, τα σκάνδαλα και εσχάτως η ακυβερνησία θα υπάρχει έστω ένα κομμάτι του όρθιο να χαράξει τη δική του υγιή πορεία;

Κανένα μπασκετάκι δεν πέθανε απόψε, γιατί απλά το μπάσκετ είναι αυτοί που πατάνε τα πόδια τους στο παρκέ, που χτυπάνε με τα χέρια τη ρημάδα την πορτοκαλί μπάλα, που τη στέλνουν στο καλάθι. Αυτοί είναι το μπάσκετ. Ούτε εμείς οι δημοσιογράφοι, ούτε οι παράγοντες των ομάδων τους (τι θα πει μα αυτοί τους πληρώνουν; Αν δεν θέλουν ας πάρουν λαθρομετανάστες που είναι και φτηνοί…), ούτε φυσικά οι στρατευμένοι οπαδοί τους που όχι τα ονόματα των παικτών της ομάδας τους δεν ξέρουν, αλλά ούτε το δικό τους. Και μην ακούσω για “μεμονωμένο γεγονός” από έναν δυο ανεγκέφαλους. Ολοι, και όταν λέμε όλοι εννοούμε όλοι, ξέρουν και τους μεν και τους δε. Και αν δεν ήταν αυτοί, θα ήταν κάποιοι άλλοι. Μας το έχει διδάξει, άλλωστε, η ιστορία τανάπαλιν και τούμπαλιν…

Εχω βαρεθεί δύο δεκαετίες τώρα να γράφω και να μοιράζομαι τις ίδιες σκέψεις. Δεν έχει αλλάξει και ούτε πρόκειται να αλλάξει κάτι. Οι “πρωταγωνιστές” στον αιώνα τον άπαντα θα είναι οι ίδιοι. Οχι όμως οι παίκτες όπως και θα έπρεπε. Γιʼαυτό το λόγο λοιπόν, μη σώσουν και γίνουν οι τελικοί της Α1. Ούτε με παιδάκια, ούτε με φαντάρους, ούτε με εξωγήινους. Μη γίνουν ποτέ. Πολύ απλά γιατί οι παίκτες των δύο ομάδων που είναι και πρωταθλήτριες Ευρώπης τα δύο τελευταία χρόνια δεν μας αξίζουν ως έθνος για να τους απολαμβάνουμε.-