psarakisΒράδυ Πέμπτης, δύο ώρες μετά το φινάλε της τελευταίας αγωνιστικής του Top-16 της Ευρωλίγκα. Επιστροφή σπίτι από την εφημερίδα με την “αγαπημένη” συνήθεια. Ραδιοφωνικόζάπινγκ” για να αφουγκραστώ τις αντιδράσεις του κόσμου, των φιλάθλων, των οπαδών, μετά από μία γεμάτη ένταση μπασκετική βραδιά.

Η κουβέντα (παραγωγού – συνομιλητή από το τηλέφωνο) περιστρέφεται γύρω από την ήττα του Παναθηναϊκού με τον δεύτερο να είναι… αποφασισμένος να τα πει “χύμα“…

Αυτός ο Πεδουλάκης κοιμάται στον πάγκο. Τα έχω πει εγώ από την αρχή της χρονιάς“, λέει εν εξάλλω ο αγανακτισμένος ακροατής. “Ναι, αλλά έχασε για δύο σουτ. Ένα να είχε βάλει, για παράδειγμα, ο άποντος Διαμαντίδης θα κέρδιζε. Όμως ο Πεδουλάκης αν και θα μπορούσε δεν το χρησιμοποίησε ως άλλοθι“, προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ο παραγωγός. “Να, είδες που στα ΄λεγα εγω; Με το που έχασε το ματς άρχισε τις δικαιολογίες ρίχνοντας την ευθύνη στους παίκτες“…

Ευτυχώς (η συνομιλία ήταν πέρα για πέρα αληθινή…) βρισκόμουν σταματημένος σε φανάρι εκείνη τη στιγμή και δεν μου έφυγε το τιμόνι από τα χέρια. Κλείνω το ραδιόφωνο και μονολογώ. “Δεν υπάρχει σωτηρία…”!

Σε μια χώρα όπου οι οπαδικές παρωπίδες “υποχρέωσαν” κοτζάμ Ντάνι Έιντζ να βρεθεί σε ρόλο… κατηγορούμενου επειδή είναι πρόεδρος στους “μισητούς” για τους οπαδούς των Λέικερς, Μπόστον Σέλτικς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει σωτηρία. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στους πραγματικούς μπασκετικούς φιλάθλους που είναι (είμαστε) πολλοί, πολύ περισσότεροι απ’ όσο φαίνεται, αλλά σε όλους αυτούς που κάθε βράδυ, σε ήττες αλλά ακόμη και σε νίκες, βγάζουν τα απωθημένα τους σε ραδιόφωνα, φεισμπούκια, τουίτερ και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο.

Βέβαια, από τα πηγαίνουν στα γήπεδα (ανάθεμα και αν ξέρουν κατά πού πέφτουν) και να μολύνουν την ατμόσφαιρα, καλύτερα μπροστά στο υπολογιστή τους ή με το τηλέφωνο στο χέρι, στην “ασφάλεια” του σπιτιού τους και της “ανωνυμίας” τους.

Λένε ότι στην Ελλάδα όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις έναν… πρόεδρο ή έναν προπονητή και δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Οι “ειδικοί” είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσο νομίζουμε και ζουν ανάμεσά μας. Με… διπλώματα, με αριστεία, με αναγνωρισμένα πτυχία. Με μεταπτυχιακά και συμμετοχή στα κορυφαία σεμινάρια προπονητικής, διαχείρισης προσώπων και πολλές ακόμη γνώσεις.

Όλοι αυτοί που από το τέλος της προηγούμενης σεζόν θεοποίησαν (και καλά έκαναν μέχρι ενός σημείου φυσικά) τον ασύγκτηρο Ομπράντοβιτς και τον δάσκαλο Ίβκοβιτς. Ναι. Ήταν οι κορυφαίοι. Οι καλύτεροι. Ο άρχοντες. Έφυγαν όμως. Τέλος. Πάπαλα. Καπούτ.

Η σελίδα τόσο στον Ολυμπιακό, όσο και στον Παναθηναϊκό γύρισε, και ο Γιώργος Μπαρτζώκας και ο Αργύρης Πεδουλάκης, αυτοί οι άνθρωποι που βρίσκονται στους ηλεκτρικούς (πλέον) πάγκους των δύο αυτών ομάδων, αν μη τι άλλο ξέρουν πού βρίσκονται και να είστε σίγουροι, γνωρίζοντας και έχοντας συνεργαστεί με αμφότερους, ότι, προσπαθούν να κάνουν όσο καλύτερα μπορούν τη δουλειά τους.

Υπό “αντίξοες”, όσον αφορά στην αντιμετώπιση της περιβόητης “κοινής γνώμης“, συνθήκες. Κρινόμενοι για κάθε λέξη, για κάθε κίνηση, για κάθε τους επιλογή. Όπως και πρέπει άλλωστε, αρκεί η κριτική να έχει αρχή, μέση και τέλος. Κάτι που σε αυτή τη χώρα είναι “ψιλά γράμματα” αφού… “δεν κάνει για τον Ολυμπιακό, ας γυρίσει στο Μαρούσι“, “ο Ζοτς θα είχε κάνει τα μαγικά του, είναι λίγος για τον Παναθηναϊκό” είναι η εύκολη και συνήθης “κρίση” των ειδικών.

Κερδίζει ο Πεδουλάκης στη Μαδρίτη κοτζάμ Ρεάλ, ούτε το όνομά του δεν είδα όχι σε πρωτοσέλιδο, αλλά ούτε σε τίτλο. Ενώ αν ήταν ο “άρχοντας των δαχτυλιδιών Ομπράντοβιτς” θα γινόταν περιφορά της εικόνας του στο ΟΑΚΑ για μία εβδομάδα. Προκρίνεται με πλεονέκτημα έδρας ο Μπαρτζώκας στα πλέι οφ αν και στις πρώτες αγωνιστικές των είχαν ξεγραμμένο (όπως και τον Πεδουλάκη άλλωστε, αφού “είπαμε” δεν κάνουν…), μία από τα ίδια. Ενώ αν ήταν ο “σοφόςΝτούντα θα μαθαίναμε για τα καλά κρυμμένα μυστικά της προπονητικής του καριέρας.

ΟΚ, ξέρω τί λέτε τώρα φωναχτά μερικοί από εσάς. “Καλά… Τα λες όλα αυτά γιατί είναι φίλοι σου, γιατί ντε και καλά θες να προβάλεις τους Έλληνες προπονητές, γιατί δεν σου έδιναν συνεντεύξεις Ζοτς και Ντούντα, γιατί ακολουθείς τη γραμμή Γιαννακόπουλου και Αγγελόπουλων“.

Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Αν μη τι άλλο δεν θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας από τη στιγμή που όποιον γράφει ή λέει καλά λόγια για το έργο τους τον βλέπετε με προβοσκίδα και τεράστια αυτιά.

Και οι δύο αυτοί Έλληνες προπονητές, όπως μαζί τους ο Φώτης Κατσικάρης και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, αλλά και προπονητές που δεν έτυχαν της αναγνώρισης που τους έπρεπε, όπως ο Σούλης Μαρκόπουλος και αρκετοί ακόμη, άξιζαν και αξίζουν πιο δίκαιης αντιμετώπισης, αξίζουν της ευκαιρίας να “δοκιμασθούν” στο πιο υψηλό επίπεδο.

Αλίμονο αν πίστευε κανείς ότι δεν έχουν κάνει λάθη, αλίμονο και αν τους θεωρούσα παντογνώστες. Ούτε οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους και δεν είναι.

Μπορεί κάποιος να τους “χρεώσει” πολλά. Από τις επιλογές ξένων, τη διαχείρηση του υλικού που έχουν στα χέρια τους και πολλά άλλα. Όμως αμφότεροι όχι μόνο ανέλαβαν το μεγάλο -προπονητικό για την καριέρα τους- ρίσκο να καθοδηγήσουν δύο τεράστιες σε μέγεθος ομάδες και να διαδεχθούν δύο προπονητικές μορφές, τις οποίες ίσως ούτε καν να πλησιάσουν σε επιτυχίες στο τέλος της καριέρας τους, αλλά με το έως τώρα έργο τους που -προσωπικά- κρίνεται επιτυχημένο υπό τις συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν και τα αποτελέσματα που έφεραν, αξίζουν έστω ένα μπράβο για την προσπάθειά τους.