psarakisΕίμαι από τους απίστευτα τυχερούς ανθρώπους που ευτύχησαν να δουν, να απολαύσουν ακόμη και να μιλήσουν με τον Νίκο Γκάλη από τα πρώτα χρόνια της έλευσής του στην Ελλάδα και της παντοκρατορίας του. Είμαι όμως και από αυτούς που έμειναν με ένα μεγάλο απωθημένο που δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Να απολαύσω από κοντά τον Γκάλη πριν τον Γκάλη. Τον αείμνηστο Γιώργο Κολοκυθά.

Από τα πρώτα χρόνια της δημοσιογραφικής μου θητείας δεν υπήρχε μέρα στις εφημερίδες, μιλώντας για τα κατορθώματα του “Νικ” που να μην πεταχτεί κάποιος από τους παλιούς δασκάλους που να μην προσπαθήσει να με… προσγειώσει. “Καλά, αυτά που κάνει ο Γκάλης τώρα, τα έκανε ο Κολοκυθάς είκοσι χρόνια πριν“. Καημό το είχα να μάθω όσο περισσότερα μπορούσα για τον θρυλικό “Μύτο“. Η ενασχόλησή μου με την καταγραφή μέρους της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ μου έδωσε την ευκαιρία να πλάσω στο μυαλό μου τον θρύλο του Κολοκυθά.

Γράφοντας για τα “100 χρόνια μπάσκετ” του “Τρίποντου” πριν είκοσι χρόνια δημιουργούσα στο μυαλό μου εικόνες με τον Κολοκυθά να σμπαραλιάζει τις αντίπαλες άμυνες στη διοργάνωση-σταθμό στην καριέρα του, το Ευρωμπάσκετ στο Ελσίνκι το 1969. Να σαρώνει τα πρωταθλήματα στην Ελλάδα με τη φανέλα του Παναθηναϊκού και να κερδίζει τον ένα μετά τον άλλο τους τίτλους του πρώτου σκόρερ.

Παράλληλα μάθαινα ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες για την άγνωστη στους νεότερους καριέρα του. Για τον “bon viveur” παίκτη που του άρεσε η μεγάλη ζωή, τα ξενύχτια, η διασκέδαση, οι γυναίκες και που σε μία εποχή με πενιχρά, σε σχέση με την τωρινή, μέσα προπόνησης έκανε στα τσιμεντένια γήπεδα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 απίθανα πράγματα. Με ελάχιστη προπόνηση αλλά ένα ταλέντο που όμοιό του δεν είχε εμφανισθεί.

Κάπως έτσι ο Κολοκυθάς κατατάχθηκε στο μυαλό μου δίπλα σε ονόματα θρύλους του ευρωπαϊκού μπάσκετ όπως ο Ντίνο Μενεγκίν, ο Σεργκέι Μπέλοβ και ο Ντράζεν Νταλιπάγκιτς. Ο δικός μας, ο ελληνικός, μύθος ο οποίος μέχρι την ενασχόλησή του με τα της Εθνικής Ανδρών στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν ακριβοθώρητος και απόμακρος. Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά σε ένα ταξίδι της Εθνικής στη Μαδρίτη πριν τους Ολυμπιακούς του 2004 ένιωσα απίστευτο δέος. Με το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του, αγέρωχος, με το πούρο στο στόμα, τα λίγα λόγια και καλά. Άρχοντας.

Για περίπου μία δεκαετία παρότι οι κόντρες του με τον Γιώργο Βασιλακόπουλο, τον παλιό καλό του φίλο από την εποχή της κοινής τους θητείας στον Παναθηναϊκό, ήταν συνεχείς. Ο Κύριος Κολοκυθάς μιλούσε πάντα με την καρδιά του. Έλεγε πάντα αυτό που πίστευε δίχως να τον ενδιαφέρει αν θα είναι αρεστός με αυτά που λέει. Ήταν καινοτόμος, ορισμένες φορές απόλυτος, αλλά ήταν αυθεντικός. Δεν θεώρησε τον εαυτό του και δεν ήταν ποτέ “παράγοντας” αλλά ένας θρύλος του μπάσκετ η παρουσία του οποίου και μόνο σε έναν αγώνα, σε ένα συμβούλιο της ΕΟΚ, στα αποδυτήρια της Εθνικής ήταν αρκετή για να εμπνεύσει τους πάντες.

Αντίο Άρχοντα!