Προσπαθώ να θυμηθώ τί διαβάζαμε πέρυσι, τέτοια εποχή για τους δυο «αιώνιους», ή για την ακρίβεια για τους νέους τότε προπονητές τους, και αντιλαμβάνομαι πόσο σημαντικά ήταν τα περσινά επιτεύγματά τους.

Πέρα από τους τίτλους, που κατέκτησαν, θαρρώ ότι το μεγαλύτερο όφελος που αποκόμισαν είναι αυτή η ηρεμία που έχουν για να δουλέψουν φέτος, μέχρι να φτάσουμε πάλι στην εποχή που θα κριθούν οι τρεις στόχοι τους. Η Ευρωλίγκα, το πρωτάθλημα και το κύπελλο. Άντε, ας βγάλουμε το κύπελλο, που φέτος φαίνεται ότι θα παιχτεί κατά τα τέλη Δεκεμβρίου στο ΟΑΚΑ.

Κι όταν γράφω «ηρεμία» εννοώ την εμπιστοσύνη που έχουν κερδίσει ο Πεδουλάκης και ο Μπαρτζώκας, οι οποίοι πλέον δεν στήνονται στο απόσπασμα για ψύλλου πήδημα. Τουναντίον, αντιμετωπίζονται με σεβασμό. Είναι άλλο να τους ασκείς κριτική για επιλογές, αποφάσεις, κινήσεις ή συμπεριφορές τους (κανείς άλλωστε δεν είναι υπεράνω κριτικής) και τελείως διαφορετικό να λες «με αυτόν στον πάγκο δεν πας πουθενά».

Το κατάλαβα παρακολουθώντας τόσο τη δύσκολη επικράτηση του Ολυμπιακού επί της Μπάγερν, όσο και την ψυχοφθόρα μονομαχία του Παναθηναϊκού με τον Ερυθρό Αστέρα. Δεν άκουσα καμία μουρμούρα και καθόλου γκρίνια. Ακόμη και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι απόψεις που διακινήθηκαν (τις διαβάζω εκ των υστέρων) δεν αποτελούσαν νόθους προβληματισμούς που ανακάλυπταν νόθα προβλήματα.

Δεν ξέρω αν οι προπονητές της εξέδρας και του πληκτρολογίου περιορίστηκαν, ή αν μετά τις περσινές πανηγυρικές διαψεύσεις των, περί επάρκειας Πεδουλάκη και Μπαρτζώκα, απόψεών τους, αποφάσισαν να αυτολογοκριθούν μέχρι να ξαναβρούν ευκαιρία. Το ιδανικό θα ήταν να έχουν πεισθεί ότι από την στιγμή που -για οποιουσδήποτε λόγους- έφυγαν από τη Ελλάδα ο Ομπράντοβιτς και ο Ιβκοβιτς, δεν υπήρχε λόγος να ψάξουμε τους αντικαταστάτες τους έξω από τα σύνορα.

Για να πούμε την αλήθεια, σημαντικό ρόλο για να φτάσουμε στο σημείο να εξασθενήσει κάθε μορφή προκατάληψης , σημαντικό ρόλο έπαιξαν και μια σειρά από παραδείγματα που μας άνοιξαν τα μάτια. Ξεκινήσαμε από την παταγώδη αποτυχία του Σιμόνε Πιανιτζάνι στην Φενέρμπαχτσε και του Αντρέα Τρινκιέρι στην Εθνική Ελλάδας.

Τον Πιανιτζάνι, επειδή καθοδηγούσε την μοναδική σοβαρή ιταλική ομάδα που έπαιρνε τον τίτλο χωρίς αντίπαλο και έπαιζε συμπαθητικά στην Ευρώπη, μας τον πλάσαραν ως το «next big thing». Κι αν θυμάστε πολλοί τον είχαν προτείνει και για διάδοχο του Γιαννάκη στην Εθνική. Ο Τρινκιέρι, επειδή έκανε μια καλή σεζόν στην Ευρωλίγκα με την Καντού που έπαιζε χωρίς πίεση, διαφημίστηκε ως ο νέος «master της προπονητικής».

Λάβαμε σοβαρά υπ’ όψη μας και την αιχμαλωσία της ΤΣΣΚΑ του Ετόρε Μεσίνα στον ημιτελικό του Λονδίνου από τον Ολυμπιακό. Θυμίζω τα επιπόλαια λόγια του Τεόντοσιτς μετά την αντικατάσταση του Καζλάουσκας από τον Ιταλό: «Φέτος έχουμε προπονητή».

Φυσικά και δεν θέλω να υποστηρίξω ότι ο Πινιτζάνι ή ο Τρινκιέρι δεν είναι πια ικανοί ή έγιναν ανίκανοι εξαιτίας μιας αποτυχίας. Πολύ περισσότερο ότι ο Μεσίνα έχει πια ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Ο οποιοσδήποτε έχει φτάσει να πετύχει κάτι σημαντικό ή σπουδαίο στην καριέρα του, είναι δικό του και δεν πρόκειται να του το πάρει ή να το μειώσει κανείς. Κάποιες ικανότητες πρέπει να έχει. Και σε αυτή την κατηγορία μπορούμε πια να βάλουμε (ευτυχώς) μπόλικους Έλληνες.