Όσο κι αν  πονάμε  με τον πρόωρο και άδοξο αποκλεισμό της Εθνικής μας, όσο κι αν  βράζουμε στο ζουμί μας με  υποθετικά –αλλά εύλογα- ερωτήματα  του στυλ «πόσο διαφορετική θα ήταν η τύχη μας αν ο Τρινκιέρι είχε πάρει τον Κατσίβελη για τέταρτο γκαρντ;» (την απάντηση άλλωστε   δεν θα μάθουμε ποτέ), σας διαβεβαιώνω ότι το Ευρωμπάσκετ, εδώ στη Λουμπλιάνα, συνεχίζεται κανονικά.          

Αφού πρώτα συμφωνήσουμε ότι κανένα αποτέλεσμα δεν είναι μόνο θρίαμβος ή μόνο καταστροφή, αν δεν ξέρεις να το διαβάσεις και να το αξιολογήσεις  σωστά , ώστε να προχωρήσεις στο επόμενο βήμα, επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας  ορισμένες σκέψεις για μια από τις μεγαλύτερες μορφές της προπονητικής, την τελευταία 25ετία: τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, νυν προπονητή της Εθνικής Σλοβενίας.      

Δεν είναι μόνο οι τρανταχτές επιτυχίες του, αλλά και η αναμφισβήτητη επιρροή που είχε – όσο λίγοι- στο παιχνίδι,  με τον τρόπο που καθοδήγησε τις ομάδες του σε αυτές. Είναι ένας προπονητής και  μια προσωπικότητα που στην Ελλάδα τοποθετήσει στην κατηγορία αυτών που περιγράφει το κλισέ : «αγαπάμε να μισούμε».       

Ίσως γιατί , την μιάμιση σεζόν που έμεινε στην Ελλάδα μας φάνηκε στρυφνός και αλαζόνας.  Σίγουρα  πάντως δεν είχε την επικοινωνιακή πρεμούρα  του Τρινκέρι να προσπαθεί να μας καταπλήξει με την  ευρηματικότητά του, η οποία παρεμπιπτόντως, τώρα μας …βρωμάει.    

Για τον «Μπόζα»,  με τον οποίο δεν υπήρξα ποτέ φίλος,  έχουν κυκλοφορήσει πολλοί αφορισμοί, οι οποίοι βρήκαν πρόσφορο έδαφος  στην κοινή γνώμη. Δυο από αυτούς μου έχουν καθίσει στο στομάχι. Ο ένας ήταν που ξεκίνησε από την αλησμόνητη φράση του Κροάτη , τότε προπονητή τη Μπενετόν, Πέταρ Σκάνσι, μετά τον χαμένο τελικό του φάϊναλ φορ της Αθήνας, από την Λιμόζ του Μάλκοβιτς: «Απόψε πέθανε το μπάσκετ».    

Δεν ξέρω αν εσείς πήγατε σε καμία κηδεία, αλλά αν δεν κάνω λάθος το μπάσκετ ζει και βασιλεύει. Σύμφωνοι άλλαξε, αλλά δεν άλλαξε απαραίτητα προς το χειρότερο. Χαμήλωσαν τα σκορ, τα οποία όμως  παραμένουν χαμηλά 20 χρόνια αργότερα. Το πρόβλημα ( για μένα)  ήταν ότι από εκείνη  τη νύχτα άρχισαν οι πιστές και χωρίς επεξεργασία αντιγραφές.     

Μια φιλοσοφία που αναγκαστικά ακολούθησε εκείνη η Λιμόζ , με το συγκεκριμένο υλικό που διέθετε,  για να φτάσει σε ένα αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα,  άλλοι προπονητές , και μάλιστα  υψηλού επιπέδου , πήγαν να την μεταφέρουν  στις δικές τους ομάδες  ευνουχίζοντας το ταλέντο των παικτών που διέθεταν. Γεμίσαμε κακέκτυπα. Αν συμφωνήσουμε ότι το πρόβλημα ήταν αυτά τα κακέκτυπα, πάω πάσο.      

Μη μου πείτε ότι στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, αρχές του ‘90 ακόμη , κάτι ανάλογο δεν είχε συμβεί στην Ελλάδα,  όταν γεμίσαμε …Ιωαννίδηδες. Οι φωνές και τα «καντήλια» των προπονητών στα ανοιχτά ακούγονταν τουλάχιστον τέσσερα τετράγωνα μακριά.      

Ο δεύτερος (αφορισμός) αφορούσε τον Παναθηναϊκό του 1995-96 που κατέκτησε το πρώτο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Όλη τη χρονιά , το μεγαλύτερο  πρόβλημα ήταν ότι εκείνος ο Παναθηναϊκός με κοτζάμ Ντομινίκ Ουϊλκινς στην πεντάδα του, έπαιζε αργά και βαρετά, αντί να ανοιχτεί στο γήπεδο και να δώσει την ευκαιρία στον «Νικ» να μας ξετρελάνει με τα καρφώματά του.      

Κανείς όμως δεν ήταν στις προπονήσεις από την αρχή της χρονιάς για να  διαπιστώσει πως ο Ντομινίκ στο ξεκίνημα της σεζόν ήταν πιο αργός και βαρύς κι από τον Σταυρακόπουλο. Και χρειάστηκαν πολλές συγκρούσεις  και εσωτερικές διεργασίες μέχρι να φτάσει στο επίπεδο που τον είδαμε στο φάιναλ φορ του Παρισιού. Κανείς δεν αναρωτιόταν σε ποιο βράχο θα ψάχναμε εκείνη την ομάδα, αν ο προπονητής ψάρωνε με τη φήμη του και του έδινε τα …κλειδιά της, να τα περιφέρει σε όλα τα μπαρ της Αθήνας.      

Επίτηδες δεν ανέφερα στα παράσημα του Μάλκοβιτς το διαστημικό μπάσκετ που μας προσέφερε  η δική του Γιουγκοπλάστικα. Μια ομάδα που όχι μόνο έθελξε με το παιχνίδι της, αλλά πρόσφερε και στο μπάσκετ ορισμένα από τα πιο σπάνια ταλέντα που έχουν αναδειχθεί ποτέ: (Κούκοτς, Ράτζα και σία). Την άφησα προτελευταία για να υποστηρίξω την άποψη ότι εκείνη η Γιουγκοπλάστικα έπαιζε καλύτερη και πιο σκληρή άμυνα από τη Λιμόζ, απλά είχε άλλες προδιαγραφές όταν ερχόταν η ώρα να μεταφέρει την μπάλα στην επίθεση.      

Για το τέλος κράτησα ένα στοιχείο που στο δικό μου το μυαλό  είναι  το  μεγαλύτερο κατόρθωμά του.  Μπορείτε να αναλογιστείτε πόσοι από τους παίκτες που είχε προπονήσει εμπνεύστηκαν από αυτόν  για να γίνουν προπονητές; Κακοί, μέτριοι, καλοί, σπουδαίοι, δεν έχει σημασία. Χωρίς να πάω μακριά, μόνο  από εκείνη τη Γιουγκοπλάστικα, αυτή τη στιγμή έχουμε πρόχειρα υπ’ όψιν μας τον Ιβάνοβιτς, τον Παβίσεβιτς, τον Περάσοβιτς, τον Σρετένοβιτς, τον Τάμπακ. Αν αυτό εσάς δεν σας λέει κάτι, εμένα μου λέει πολλά.      

ΥΓ: Φυσικά και η καριέρα ή η προσωπικότητα  του Μάλκοβιτς και του κάθε Μάλκοβιτς δεν είναι άσπιλη κι αμόλυντη και αποκλειστικά γεμάτη με φωτεινές πλευρές. Ειδικά όσο περνούσαν τα χρόνια. Ας μην αφήνουμε όμως τη …βαφή των μαλλιών (του) να ξεθωριάζει και τη κρίση μας.