Ποιος δεν θυμάται τους δυο συναρπαστικούς τελικούς που μας  προσέφεραν οι ομάδες τους στα φάϊναλ φορ του 2007 στην Αθήνα και του 2009 στο Βερολίνο; Ομπράντοβιτς εναντίον Μεσίνα. Αυτές οι δυο τεράστιες μορφές της προπονητικής σκηνής ξανανταμώνουν ως αντίπαλοι το βράδυ της Πέμπτης (31/10), στο ραντεβού της  Φενέρμπαχτσε με την ΤΣΣΚΑ, για πρώτη φορά μετά από τρία ολόκληρα χρόνια. 

Μπορεί και τους δυο τελικούς που προαναφέραμε να τους είχε νικήσει ο «Ζοτς» με τον Παναθηναϊκό, αλλά ξέρουμε ότι η αξία του νικημένου, δίνει δόξα στον νικητή. Άλλωστε, εκείνη που δικαιώθηκε στο Βερολίνο ήταν σύζυγος  του Ιταλού τεχνικού , για όσα του είπε στο τηλέφωνο, μόλις έμαθε ότι  οι «πράσινοι» επιβίωσαν από τον ελληνικό  ημιτελικό, κόντρα στο Ολυμπιακό: «Ωχ, πάλι με τον Ομπράντοβιτς μπλέξαμε». Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Ακολούθησε η μετακίνηση του Έτορε στην Ρεάλ Μαδρίτης, η απομάκρυνσή του, η συμμετοχή του στο προπονητικό τιμ των Λέϊκερς και η  επιστροφή του στον πάγκο της ΤΣΣΚΑ. Αλλά ούτε αυτό είναι το θέμα μας. Τον Μεσίνα τον γνωρίζω πολλά χρόνια. Όχι μόνο ως δημοσιογράφος. Τον είχα συνοδεύσει και είχα μεταφράσει την ομιλία του στο διεθνές σεμινάριο που είχε οργανώσει πριν από 20 χρόνια περίπου, ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Παρεμπιπτόντως στο ίδιο σεμινάριο είχε διδάξει ο μεγάλος δάσκαλος και προπονητής του Νόρθ Καρολάϊνα (άρα και του Μάϊκλ Τζόρνταν), Ντιν Σμίθ.     

Αυτό το λέω για να  υπογραμμίσω ότι συναναστραφήκαμε και δεν είχαμε μια απλή τυπική γνωριμία. Και μπορώ να καταθέσω με βεβαιότητα ότι πρόκειται για μια από τις πιο συγκροτημένες προσωπικότητες που έχω συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια και δεν εννοώ μόνο σε επίπεδο μπάσκετ ή αθλητισμού. Έχω κρατήσει πολλά από τις συζητήσεις μας. Κατά καιρούς τις επικαλούμαι. Όμως μια φράση του την θεωρώ «Ευαγγέλιο» για τον τρόπο που προσεγγίζουμε το παιχνίδι και τη δουλειά του προπονητή ή αν θέλετε να το γενικεύσουμε, ενός μάνατζερ που καλείται να διαχειριστεί  ανθρώπινο δυναμικό.

Τότε είχαμε συνηθίσει να γράφουμε ότι «ο τάδε έκανε ματ, στον δείνα, στην σκακιέρα του ματς» όταν αναφερόμασταν στη μάχη των πάγκων. Η κορυφαία μορφή της προπονητικής στην Ελλάδα, εκείνη την εποχή, ο Γιάννης Ιωαννίδης μας μιλούσε συχνά για τις επιδόσεις στου στο συγκεκριμένο παιχνίδι, το οποίο όντως –μεταξύ άλλων-  απαιτεί πνευματικότητα, διορατικότητα και στρατηγική. Και ομολογώ μας είχε επηρεάσει. Παράλληλα, έδιναν και έπαιρναν οι συζητήσεις για τον “Deep Blue” ,  τον  περίφημο υπολογιστή  της IBM που υλοποίησε την ιδέα της μάχης στο σκάκι, μεταξύ  ανθρώπου και μηχανής.

«Να ξέρεις ότι το μπάσκετ δεν είναι σκάκι…» με πρόγκιξε ο Έτορε, την ώρα που τρώγαμε πρωϊνό και χαζεύαμε τις εφημερίδες. Για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι δηλαδή να κατεβάσω μια-δυο γουλιές καφέ προσπάθησα να σκεφτώ πού ήθελε να το πάει.

«Τί εννοείς;» τον ρώτησα, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια να του κάνω τον έξυπνο. «Στο σκάκι χειρίζεσαι πιόνια. Δηλαδή άβουλα αντικείμενα που δεν έχουν ψυχισμό, δεν σκέφτονται και δεν χρειάζεται να τα πείσεις ότι τα έβαλες στην σωστή θέση. Όπου τα τοποθετείς, στέκονται. Στο μπάσκετ, όμως, έχεις να κάνεις με ανθρώπους με τους οποίους συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Έχουν βούληση, τις δικές τους εσωτερικές διαδικασίες επεξεργασίας των δεδομένων και λήψης αποφάσεων. Έχουν συναισθήματα, νιώθουν πίεση, ενθουσιασμό, εκνευρισμό, ανασφάλεια, υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ο προπονητής λοιπόν δεν  είναι εκεί,  μόνο να βγάλει πέντε –δέκα συστήματα. Είναι κυρίως για να διαχειριστεί τους παίκτες με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι όσο περισσότερο συγκεντρωμένοι απαιτείται, την κρίσιμη στιγμή».

Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα. Έκανα ένα νεύμα για να του δείξω ότι δεν μπορώ να διαφωνήσω και έκτοτε αποφάσισα να μην ξαναχρησιμοποιήσω σκακιστικούς όρους στο μπάσκετ.