Τον είδαμε λοιπόν τον φετινό Ολυμπιακό σε δυο επίσημα παιχνίδια. Με δυο νίκες, μέσα στο Σάο Πάολο, επί της Πινέϊρο Σκάι κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Ένα τρόπαιο, το οποίο ανεξάρτητα από τον βαθμό δυσκολίας, προστίθεται στους τίτλους μιας ομάδας. Όσοι είναι κάποιας ηλικίας, ας σκαλίσουν λίγο τη μνήμη τους και ας θυμηθούν: Όταν πριν καμιά 30αριά χρόνια, μας τον παρουσίαζαν ανάμεσα στα παράσημα (για παράδειγμα) της Ρεάλ Μαδρίτης, που έχει κατακτήσει τέσσερις από δαύτους, κοιτάγαμε σαν χάνοι.

                       «Ψύχωση»

Πάω τόσα χρόνια πίσω , και αναφέρομαι σε μια εποχή που οι ελληνικές ομάδες δεν είχαν ακόμη ανοίξει τον ευρωπαϊκό τους λογαριασμό. Τότε που η ομάδα σύμβολο εκείνης της εποχής, ο Άρης, εκστράτευε για τα τρία συνεχόμενα φάιναλ φορ λες και πήγαινε να πολεμήσει υπέρ βωμών και εστιών. Κάτι σαν την «ψύχωση» που είχε επικαλεστεί ο Κάτανετς όταν ήταν προπονητής του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού και εκδιώχθηκε κλοτσηδόν από τον Σωκράτη Κόκκαλη. Νιώθω ότι μεγαλύτερο εμπόδιο από την υπερβολική ευθύνη που ένιωθε εκείνη η ομάδα και ο στρατηγός της, Γιάννης Ιωαννίδης, δεν υπήρχε. Κι αυτός ίσως (λέω ίσως) ήταν ο βασικότερος λόγος που δεν τα κατάφερε.

Παρεμπιπτόντως, και στο μπάσκετ, η θεωρία των άκρων έχει βρει γόνιμο έδαφος. Από την εποχή της …αξίωσης, τα χρόνια που πέρασαν, μας έφεραν στην εποχή της …απαξίωσης. Τι να κάνουμε δηλαδή που ο πρωταθλητής Ευρώπης μπορεί να ταξιδεύει στην Βραζιλία, με ένα σωρό ντεζαβαντάζ και να νικάει δύο φορές την πρωταθλήτρια της Νοτίου Αμερικής; Πρόβλημά της (της Νοτίου Αμερικής).

                

                       Παραμετράει…

Ο Ολυμπιακός κυριάρχησε και στα δυο παιχνίδια παρότι: έπαιζε εκτός έδρας και χρειάστηκε να κάνει ένα πολύωρο ταξίδι, ήταν τα πρώτα του επίσημα παιχνίδια, σε αντίθεση με τον αντίπαλο που έχει παίξει 18 ματς πρωταθλήματος, οι Σπανούλης και Μπέγκιτς δεν είχαν στα πόδια τους ούτε ένα φιλικό μαζί με τους νέους συμπαίκτες τους, οι Λο – Παπαπέτρου έμειναν στην Αθήνα. Και τελικά κατέκτησε ένα τρόπαιο που θα αναγράφεται από εδώ και πέρα στο παλμαρέ του. Κι ο Μπαρτζώκας , όπως και με την Ευρωλίγκα, έγινε ο πρώτος έλληνας προπονητής που οδηγεί την ομάδα του σε αυτή την επιτυχία.

Στο κάτω-κάτω, όλοι υποτιμούν τα κύπελλα(κια) (Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας,Τουρκίας) και όλοι τα πανηγυρίζουν, όταν τα κατακτούν. Και φυσικά τα προσθέτουν στις τροπαιοθήκες τους ή στο βιογραφικό τους. Η κούπα αυτή, μετράει όσο η αντίστοιχη του προκατόχου του Παναθηναϊκού το 1996 και όσο κάθε μία από εκείνες που έκαναν τη Ρεαλ Μαδίτης (4 φορές νικήτρια) , την Βαρέζε (3 ) ή την Καντού (2) να μας …πουλάνε μούρη.

                       Τέσσερα δεδομένα

Από εκεί και πέρα, μας έδωσε ένα δείγμα της νέας του εικόνας. Μιας εικόνας που συνθέτουν, ο προπονητής που έμεινε, οι παίκτες που έμειναν και τα οκτώ νέα πρόσωπα. Το βασικό του πλεονέκτημα σε αυτό το ραντεβού στα τυφλά με μια άγνωστη (σε αυτόν) ομάδα, ήταν η ικανότητά του να διαβάσει την κατάσταση και να ακολουθήσει ανάλογη στρατηγική. Με δεδομένο ότι υπερείχε συντριπτικά μέσα στην ρακέτα, η περιφέρεια «τάισε» τους ψηλούς του και ανάγκασε την Πινέϊρο να χάσει τον προσανατολισμό της.

Παράλληλα, ειδικά στο δεύτερο παιχνίδι, προσαρμόστηκε και αντιμετώπισε με πολύ μεγάλη ευκολία, την έφεση των Βραζιλιάνων στα τρίποντα, αλλά και την αθωότητά τους σε επίπεδο τακτικής. Αυτό είναι άλλωστε το σημείο στο οποίο υπερέχουν διαχρονικά οι Ευρωπαϊκές ομάδες, έναντι των ομάδων από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι «ερυθρόλευκοι» λίγο πριν μπουν στη κούρσα του κυπέλλου, του πρωταθλήματος (με το ντέρμπι του ΣΕΦ κόντρα στον Παναθηναϊκό) και της Ευρωλίγκας νιώθουν ότι μπορούν να ακουμπούν σε τέσσερα δεδομένα:

1.Τη σιγουριά που παρέχει η παραμονή στην ομάδα του αρχηγού τους, Βασίλη Σπανούλη.

2.Την αναμφισβήτητη ενίσχυση που του προσφέρει η επιστροφή του Βαγγέλη Μάντζαρη μετά από απουσία εννέα μηνών λόγω του σοβαρού τραυματισμού του.

3. Την αισιοδοξία που τους γέμισαν με τα δείγματά τους τα νέα τους αποκτήματα, με πρώτους και καλύτερους τους Λοτζέσκι και Ντάνστον, και

4. Το ύψος και την αθλητική ικανότητα που του έλειπε πέρυσι και την πρόσθεσαν με τους πολλούς ψηλούς που απέκτησαν (Μπέγκιτς, Ντάνστον, Σίμονς, Πέτγουεϊ, Αγραβάνης), στην προσπάθεια να καλύψουν την δεδομένη απώλεια του Χάϊνς.

Το να πούμε αν είναι καλύτεροι ή χειρότεροι από πέρυσι, κατά τη γνώμη μου δεν έχει κανένα νόημα , ούτε λέει τίποτα. Είναι κάτι τελείως θεωρητικό και δεν αποτελεί εγγύηση για την μετουσίωσή μιας τέτοιας εκτίμησης σε τίτλους, ειδικά όσο μπαίνει στην εξίσωση η παράμετρος «χημεία». Κι επειδή έχετε καταλάβει ότι μου αρέσει να χρησιμοποιώ ποδοσφαιρικά παραδείγματα: Η Τσέλσι κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ το 2012, χωρίς τον Μουρίνιο και με υλικό που θεωρητικά ήταν το χειρότερο από όλα όσα είχαν προσπαθήσει μέχρι τότε.