Διαβάζοντας την πρώτη φράση στον φάκελο του Αϊβερσον στη «Wikipedia» («Allen Iverson, born June 7, 1975, nicknamed A.I. and The Answer, is a retired American professional basketball player»), το βλέμμα «καρφώνεται» αναπόφευκτα στη λέξη «retired», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «αποσυρθείς από την ενεργό δράση». Η σκέψη μου κοντοστέκεται σε ένα περίεργο σταυροδρόμι και έχει μπροστά της δύο κατευθύνσεις.

Η πρώτη ισοδυναμεί με το συμπέρασμα ότι… μεγαλώσαμε, ότι κοντεύουμε τα σαράντα και ότι μεγάλοι παίκτες του ελληνικού, του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου μπάσκετ, οι οποίοι μας έκαναν να λατρέψουμε το άθλημα, έχουν αποφασίσει ή να ετοιμάζονται να πουν αντίο στα παρκέ. Η δεύτερη είναι σκέψη νοσταλγίας. Και επιθυμίας να επιβιβαστώ στη μηχανή του χρόνου, να ξαναγίνω παιδάκι και να ταξιδέψω πίσω στη Φιλαντέλφια, εκεί όπου τον Απρίλιο του 2003 είχα δει από κοντά και είχα συναναστραφεί για μερικές ημέρες με τον Αλεν Αϊβερσον.

Η αφορμή για εκείνο το αξέχαστο υπερατλαντικό ταξίδι ήταν ο τελευταίος αγώνας ever του Μάικλ Τζόρνταν, τον οποίο ήθελα σαν τρελός να παρακολουθήσω έστω μια φορά δια ζώσης και χάρη στη φιλοξενία του Ευθύμη Ρεντζιά, που εκείνη τη χρονιά πραγματοποιούσε το αμερικανικό όνειρο στους Σίξερς και την κάλυψη μέρους των εξόδων από την ΕΡΤ, κατάφερα να υλοποιήσω. Κατά σύμπτωση, το «αντίο» του κορυφαίου όλων των εποχών, τον οποίο όπως διάβασα στο άρθρο του Γιώργου Αδαμόπουλου, ο «Answer» μνημόνευσε στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου, που παραχώρησε, εκτυλίχθηκε στη Φιλαντέλφια, όπου έμεινα σχεδόν μια εβδομάδα ακολουθώντας κατά γράμμα το πρόγραμμα των Σίξερς.

Το πρώτο σοκ ήταν όταν μπήκαμε με το τεράστιο τζιπ του Ευθύμη στο πάρκινγκ των παικτών. Χλιδή. Δεκάδες παιδιά και μεγάλοι ζητούσαν αυτόγραφο από τον «dirty Rentzi», όπως τον αποκαλούσε ο Αϊβερσον για τα γένια του. Περπατούσαμε προς την είσοδο ανταλλάσσοντας κάποιες κουβέντες με τον βετεράνο Ντέρικ Κόλμαν και τον τότε ρούκι Τζον Σάλμονς, όταν ξαφνικά επικράτησε πανδαιμόνιο από τους πιτσιρικάδες, που εντόπισαν τον απόλυτο σούπερσταρ όχι μόνο της ομάδας, αλλά ολόκληρης της πόλης. Ο οποίος ήταν επιβλητικός, όχι αστεία. Αυστηρός εκεί που έπρεπε, απρόσιτος, όταν δεν είχε κέφια, χαμογελαστός όταν έπιανε την μπάλα στα χέρια του και έκανε σταυρωτές ντρίμπλες στην προθέρμανση με τους συμπαίκτες του.

Μπαίνοντας στα αποδυτήρια των Σίξερς, κατά την προβλεπόμενη ώρα για τους δημοσιογράφους, με βάση τον κανονισμό του ΝΒΑ, ένιωσα έκπληξη ακούγοντας στη διαπασών το «Lose Yourself» του Εμινεμ από την ταινία «8 Mile» με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Μάρσαλ Μάδερς. Εξεπλάγην, γιατί δεν περίμενα ένα μαύρο παιδί του γκέτο να ακούει με τέτοιο θαυμασμό έναν λευκό ράπερ.

Ωσπου να συνειδητοποιήσω ότι αμφότεροι μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν στην «east coast» των ΗΠΑ, ένας συμπαίκτης του, που δεν πρόλαβα να δω ποιος, τόλμησε να χαμηλώσει τη μουσική, και τότε ακούστηκε ένας… βρυχηθμός λιονταριού. «Οποιος ξανακουμπήσει το cd player, θα έχει να κάνει μαζί μου», φώναξε δυνατά ο «κοντός», όπως τον αποκαλούσε ο Ευθύμης, που ήταν ο αγαπημένος του ρούκι, γιατί τον είχε… βάλει στο κρεβάτι της σουίτας του έπειτα από ένα δυνατό μεθύσι.

Αυτός ήταν, όμως, ο Αϊβερσον. Ενα απόλυτο ταλέντο με αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα. Ενας τύπος, που μπορούσε να διαλύσει τον αστράγαλό του αντιπάλου του, ακόμη και του καλύτερου αμυντικού, με την περίφημη «crossover dribble», που είχε έμφυτη και ανήγαγε σε επιστήμη, αλλά το επόμενο βράδυ… παραπατούσε ή γέμιζε τον μύλο ενός περίστροφου. Ενα βράδυ συνέβη το εξής. Ο «Α.Ι.» ήταν με την παρέα του σε ένα κλαμπ, που έπαιζε χιπ χοπ. «Αν πάμε εκεί, να είσαι cool. Θα είναι χίλιοι μαύροι και δέκα λευκοί. Να μην τους κοιτάς στα μάτια. Να είσαι ταπεινός. Και μην φοράς ”δικά” τους ρούχα, γιατί νευριάζουν», με είχε «δασκαλέψει» ο Ευθύμης, αλλά για καλή μας τύχη, ο ψηλός ήταν κουρασμένος και μείναμε σπίτι.

Την επόμενη μέρα, πρωινό ξύπνημα, ατελείωτο μποτιλιάρισμα στον περιφερειακό που συνέδεε το προάστιο King of Prussia με τη μητρόπολη, και μετάβαση on time στο προπονητήριο των Σίξερς. Ο Λάρι Μπράουν και οι συνεργάτες του δίνουν οδηγίες και ζητούν κάποιες ασκήσεις με υπερμεγέθεις μπάλες από τους ψηλούς. Η ώρα περνά, η προπόνηση οδεύει προς το τέλος της, εγώ είχα παρεισφρήσει χαριστικά και παρακολουθούσα απομονωμένος σε ένα μπαλκονάκι, αλλά πουθενά ο Αϊβερσον.

Τι είχε συμβεί; Προς το τέλος της προηγούμενης βραδιάς, ενώ ο «κοντός» και οι φίλοι του, μια κομπανία τριάντα ατόμων, που ζούσαν πλουσιοπάροχα από τα εκατομμύρια του άσου των Σίξερς, ετοιμάζονταν να εξέλθουν του κλαμπ «Glam», ένας τύπος ονόματι Λάρλος Πέρεζ άνοιξε πυρ κρατώντας στα χέρια του ένα «Uzi». Μια σφαίρα τραυμάτισε στο πόδι τον κολλητό του Αϊβερσον, ο οποίος μπήκε στην Bentley του «Α.Ι.» και πήγε μόνος του στο νοσοκομείο. «Θα μπορούσε να ήταν ο κοντός στη θέση του. Και αν στεκόταν λίγα εκατοστά πιο πέρα, να είχε πέσει νεκρός», μονολογούσε σαστισμένος ο Ευθύμης για τον συμπαίκτη του. «Ή εμείς», πρόσθεσα εγώ…

Υγ. Αν νομίζετε ότι η ιστορία αποτελεί εφεύρεση, ιδού και το πειστήριο: http://sportsillustrated.cnn.com/basketball/news/2003/04/28/iverson_shooting_ap/