Δεν είναι και πολλά τα χρόνια που πέρασαν από τότε που στο ελληνικό πρωτάθλημα μετράγαμε προπονητές εκ της αλλοδαπής, εις -ιτς κατά προτίμηση, “ψάχναμε” για Ελληνες που αν κάποτε έφταναν το 50% επί του συνόλου το θεωρούσαμε κατόρθωμα και φυσικά για να βρούμε συμπατριώτη μας στο εξωτερικό, ούτε λόγος.

Σήμερα, η… γωνίτσα που υπήρχε κάποτε στις εφημερίδες και έλεγε “οι Ελληνες του εξωτερικού” έχει χάσει τον λόγο υπάρξής της. Οχι μόνο για τους παίκτες μας που έτσι κι αλλιώς ήταν περιζήτητοι στα κορυφαία κλαμπ και όταν άρχισε η ελέυθερη πτώση του δικού μας πρωταθλήματος έφευγαν μαζικά, αλλά και για τους προπονητές.

Από κορυφαία μαγαζιά της Ευρωλίγκας σαν την ΤΣΣΚΑ με τον Δημήτη Ιτούδη, από την ανερχόμενη Κουμπάν με τον Γιώργο Μπαρτζώκα, από την ACB που έχει κάνει “δικό της” τον Φώτη Κατσικάρη, μέχρι την Γεωργία των ΝΒΑερς που “παρέδωσε” την Εθνική της στον Ηλία Ζούρο, την Κίνα, το Κατάρ, αλλά και πιο μικρής δυναμικής ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που αναζητούν τον Ελληνα προπονητή θεωρώντας κατόρθωμα να τον αποκτήσουν.

Δεν έγιναν ξαφνικά καλοί οι Ελληνες προπονητές. Ανέκαθεν ήταν όχι μόνο ταλαντούχοι υπό την έννοια του ενστίκτου στο κοουτσάρισμα, αλλά και άρτια καταρτισμένοι. “Μάστορες” της τακτικής, με ιδέες, με επιμόρφωση, με συνεχείς αναζητήσεις σε ένα άθλημα που αποδεδειγμένα ταιριάζει στον Ελληνα. Το ξαφνικό της υπόθεσης, όμως, είναι ότι κατάφεραν να νικήσουν την εσωστρέφειά τους.

Ακόμα και στις εποχές που το πρωτάθλημά μας ήταν ένα εκ των κορυφαίων στην Ευρώπη, οπότε και ήταν περιζήτητες οι δουλειές εδώ, τότε που και οι προπονητές δεν ήταν τόσοι πολλοί, υπήρχε πλεόνασμα ικανών που ουδέποτε όμως εύρισκε επαγγελματική στέγη εκτός συνόρων, όπως θα δικαιούταν λόγω ικανοτήτων.

Οσοι είχαν ψάξει με απορία το θέμα είχαν καταλάβει ότι δεν ήταν οι ξένοι που είχαν κάποιο πρόβλημα με τους Ελληνες προπονητές. Ηταν οι ίδιοι που σε πάρα πολλές περιπτώσεις δημιουργούσαν το πρόβλημα. Με τους εγωισμούς να μπαίνουν πάνω απ’ όλα, πολλές φορές υψωνόταν “απαγορευτικό” για υποψήφιους “μετανάστες” από τα… καλά λόγια που έλεγαν συμπατριώτες τους. Την ώρα που αν μια ενδιαφερόμενη ομάδα ρωτούσε στη Σερβία, κυρίως εκεί, για το αν υπάρχει διαθέσιμος και αμέσως της έστλεναν ολόκληρη λίστα και όχι απαραίτητα ικανών, εδώ οι αντίστοιχες ερωτήσεις τύγχαναν απαντήσεων “ναι μεν αλλά”… Δεν κάνει, δεν θα καταφέρει, δεν είναι τόσο καλός… Ηταν δύσκολη η καλή κουβέντα για κάποιον άλλο, το να του στρωθεί ο δρόμος προς μια εκτός συνόρων καριέρα.

Κάποια στιγμή, οι συνθήκες έκαναν επιτακτική την ανάγκη για κάποιου το να “ψαχτούν”. Το πρωτάθλημα είχε πάρει την κατιούσα, μαζί με τα χρήματα φυσικά, ο αριθμός των προπονητών την ανιούσα. Πολλοί έπαιρναν την ευκαιρία τους αρχίζοντας από τη λογική “του ανοίγουμε τον δρόμο, δεν χρειάζεται και… λεφτά”, πολλοί την άρπαξαν όμως επιβεβαιώνοντας τον γενικό κανόνα του καλού Ελληνα προπονητή και η δυσαναλογία που δμιουργήθηκε ήταν τεράστια μεταξύ θέσεων εργασίας και ενεργών προπονητών.

Το ένα καλό ήταν ότι οι ελληνικές ομάδες… γέμισαν Ελληνες προπονητές, σταματώντας να φέρνουν αμφιβόλλου ποιότητας και ικανοτήτων αλλοδαπούς με μοναδικό προσόν το… διαβατήριο. Το άλλο, ότι επαγγελματίες Ελληνες προπονητές και όχι… χομπίστες που έχουν μια σίγουρη δουλειά και απλά κάνουν το κέφι τους χωρίς να αγχώνονται για την επιβίωση, πίεσαν περισσότερο καταστάσεις για να δοκιμάσουν εκτός. Κι αφού άνοιξε η πόρτα, ήταν δεδομένο ότι όλο και περισσόροι θα την περνούσαν αφού δεδομένη ήταν και η επιτυχία στις περισσότερες περιπτώσεις όσων δοκίμαζαν.

Ο Ελληνας προπονητής άργησε να νικήσει την εσωστρέφεια του κλάδου. Ισως να άργησε και να το επιδιώξει. Από την ώρα όμως που το έπραξε, επιβεβαιώνει και αυτή η επαγγελματική κατηγορία την ποιότητα και τις βάσεις ου έχει το ελληνικό μπάσκετ. Και εκτός από τη διαφήμιση που προσφέρει, επικουρική αυτής που πρόσφεραν πάντα και οι παίκτες μας, βρήκαν οι άνθρωποι και την επαγγελματική υγειά τους…