Οι άνω των 30 ίσως γνωρίζουν τον όρο που έχουμε στον τίτλο, τον ΄΄Ηρακλή τσέπης΄΄.

Μια από τις πιο συγκλονιστικές μάχες του παγκόσμιου αθλητισμού μένει για πάντα στο μυαλό μου, θυμάμαι (σχεδόν) τα πάντα με λεπτομέρειες. Στην Ατλάντα, στους Ολυμπιακούς του 1996 ο Βαλέριος Λεωνίδης έδωσε τη ψυχή του για να ξεπεράσει το μεγάλο του αντίπαλο, τον Τούρκο (εκ Βουλγαρίας) Ναΐμ Σουλειμάνογλου, στον τελικό της άρσης βαρών στα 64 κιλά.

Ρεκόρ ο ένας, ρεκόρ ο άλλος, και δώστου νέο ρεκόρ, με το προβάδισμα να εναλλάσεται συνέχεια, σε κάθε προσπάθεια των δύο σπουδαίων μονομάχων.

Εν τέλει ο Σουλειμάνογλου (γνωστός και ως Ηρακλής τσέπης, γιατί ήταν μικρός το δέμας αλλά ανίκητος αθλητής) πήρε το χρυσό μετάλλιο, με το Λεωνίδη να παίρνει το ασημένιο. Οι δυο αθλητές αναγνώρισαν ο ένας την αξία του άλλου και δέθηκαν με μεγάλη φιλία, μέχρι το θάνατο του Τούρκου το 2017.

Θυμάμαι τη σκασίλα της μάνας μου, που δεν παρακολουθούσε συχνά αγώνες, αλλά αν παρακολουθούσε παθιαζόταν φοβερά, σε σημείο που στο σπίτι είχαμε καλτ σκηνές, οι οποίες κανονικά αξίζουν ξεχωριστό άρθρο…

Από που κι ως που , όμως, σε ένα μπασκετικό μπλογκ να αναφερόμαστε σε άρση βαρών…Στο μυαλό μου έχω συνδέσει το παρατσούκλι ΄΄Ηρακλής τσέπης΄΄ με ένα μπασκετμπολίστα, πολύ αγαπητό σε όλους τους ‘Ελληνες, αν και έμεινε στη χώρα μας μόλις δύο χρόνια. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, όμως, έγραψε ιστορία. ‘Εγινε συνώνυμο της αυταπάρνησης, της μαχητικότητας, αρνήθηκε να πέσει αμαχητί σε οποιαδήποτε φάση, σε άμυνα και επίθεση.

Κυρίες και κύριοι, ο Κάιλ Χάινς. Με ύψος 1.98μ αλλά χέρια σαν κουπιά και δύναμη λιονταριού έχει γίνει ο αγαπημένος Αμερικάνος όλων των ευρωπαίων μπασκετόφιλων, ανεξάρτητα οπαδικής προτίμησης.

Και φυσικά είναι. Ο Κάιλ δίνει πάντα τη ψυχή του, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος, όσο κι αν είναι το σκορ στο φωτεινό πίνακα. Πάνω απ’όλα είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος, που δε δίνει ποτέ αφορμή για αρνητικά σχόλια εντός και εκτός παρκέ. Κι αυτό , πιστέψτε με, είναι το πιο σημαντικό όλων. Δεν είναι σημαντικό μόνο να νικάς, αλλά και να δίνεις καλό παράδειγμα στα παιδιά που σε βλέπουν. Σε ένα κόσμο γεμάτο στρεβλά πρότυπα και λάθος είδωλα ο Χάινς είναι αυτό που πρέπει να δείχνει ένας γονιός στο παιδί του.

Πρώτη φορά τον είδα στον αγώνα του Ολυμπιακού στο Μπάμπεργκ εναντίον της (άγνωστης τότε, αλλά ανερχόμενης) Μπρόζε. Με προπονητή Κρις Φλέμινγκ, προπονητή, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι ασίσταντ στο Σικάγο τώρα.

Ο Κάιλ σε εκείνο το ματς τα έβαζε με τα θηρία του Ολυμπιακού και έβγαινε νικητής, λόγω τσαγανού και εξυπνάδας, αφού οι τοποθετήσεις του ήταν για σεμινάριο. Τα νεύρα μου για την ήττα των Πειραιωτών δε με άφησαν να συγκεντρωθώ περισσότερο στον 24χρονο τότε Αμερικάνο.

Οταν έμαθα ότι τον απέκτησε ο Ολυμπιακός, το επόμενο καλοκαίρι, όταν οι Αγγελόπουλοι πήγαν με τακτική “Ηλία ρίχτο“, διώχνοντας τους πάντες. σχεδόν, εκτός του Σπανούλη και του Πρίντεζη, το θεώρησα ψαγμένη κίνηση, ‘Οχι πάντως κάτι πάνω από έναν καλό παγκίτη. ‘Ετσι κι αλλιώς η ομάδα έμπαινε σε περίοδο εσωστρέφειας, μακριά από τίτλους και επιτυχίες. Εδώ δεν πέτυχαν με Κλέιζα, Τσίλντρες, Τεόντοσιτς και λοιπούς αστέρες… Τώρα θα πετύχαιναν…

Τη συνέχεια τη ξέρουμε όλοι. Η χρυσή διετία ήταν κάτι το ανεπανάληπτο και εκεί ο Κάιλ έπαιξε κομβικό ρόλο. Πάντα ήρεμος, χωρίς δηλώσεις, φανφάρες και με το μυαλό και το σώμα σε απόλυτη αρμονία, ήταν πανταχού παρών και στις δύο άκρες του παρκέ.

Η εργατικότητά του τον έκανε να ξεχωρίσει και να μείνει στις καρδιές όλων των Ελλήνων φιλάθλων, ακόμα και των αντιπάλων, παρά το γεγονός ότι έμεινε στον Πειραιά μόλις δύο σεζόν.Aν κάτι μου έχει μείνει (πείτε με ανισσόροπο), είναι το κόψιμο της μπάλας στην επαναφορά της ΤΣΣΚΑ, μετά το πεταχτάρι του Πρίντεζη το 2012 στην Πόλη. Μέχρι και εκείνη τη στιγμή φοβόμουν ότι κάτι θα γίνει και το όνειρο θα γίνει ξανά εφιάλτης. Αλλά εκεί ήταν ο Χάινς με τις χερούκλες του, να σβήσει τις όποιες ρωσικές ελπίδες!

Οι άλλες δύο κατακτήσεις Ευρωπαικών τίτλων με την ΤΣΣΚΑ ήταν φυσικό επακόλουθο της μετακίνησής του , αφού πλέον ήταν στην πανάκριβη “αρκούδα”, με συμπαίχτες από χρυσάφι και προπονητή τον Ιτούδη. ‘Αξιος ο μισθός του άοκνου εργάτη Χάινς, με καταγωγή από το Σίκλερβιλ του Νιου Τζέρσι.

Η μετακίνηση στο χλιδάτο Μιλάνο το 2020 δεν ήταν για τα τελευταία ένσημα, όπως πολλοί θα νόμιζαν, αλλά για μια νέα εμπειρία και πρόκληση.

Αφορμή για το κείμενο αυτό που γράφω, υπήρξε το διπλό των Ιταλών μέσα στη Μόσχα την προηγούμενη βδομάδα. Λόγω εργασίας δεν έχω χρόνο να βλέπω όλα τα ματς που θα ήθελα, αλλά αυτό το ΤΣΣΚΑ – Αρμάνι το είδα.

Ο Χάινς, θυμήθηκε τα παλιά και έβαλε Μιλουτίνοφ, Σενγκέλια, Βόιτμαν στα καλάθια. Κάθε επίθεση και ένα επιφώνημα, από σκριν μέχρι επιθετικό ριμπάουντ. Κάθε άμυνα και σεμινάριο, από μπλοκ άουτ μέχρι βοήθεια στην αδύναμη πλευρά.

Τα στατιστικά σπανίως είναι η δυνατή του πλευρά, αλλά τι να τον νοιάξει αυτόν… Πόσο πολύτιμος είναι, ακόμα και τώρα, το ξέρουν όλοι.

Θα ήθελα να το δω μια χρονιά ακόμα με τη φανέλα του Ολυμπιακού, να τελειώσει ίσως την καριέρα του στο ΣΕΦ. Η αγάπη με τον κόσμο είναι αμοιβαία. Και μην πείτε ότι είναι μεγάλος. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς να πιστεύει, ότι ο Χάινς είναι κατώτερος του Χασάν Μάρτιν.

ΥΓ: Μια κουβέντα για το πόντκαστ μας, το Court Seat Podcasts. Είχαμε την τιμή να φιλοξενήσουμε και να μιλήσουμε με τον τεράστιο κόουτς Θεόδωρο Ροδόπουλο. Κρεμόμασταν από τα χείλη του, ένας καταπληκτικός άνθρωπος, ευγενέστατος και πραγματικός εργάτης του μπάσκετ, ακόμα και στις πολύ δύσκολες εποχές του ελληνικού μπάσκετ. Οι ιστορίες αμέτρητες, η ζωή του σαν παραμύθι… Κοπιάστε!