O David Rivers είναι ένας από τους πιο εμβληματικούς παίκτες που έχουν περάσει από την χώρα μας, καθότι έχει κατακτήσει το triple crown με τον Ολυμπιακό το 1997, την ώρα που έχει και πάρα πολλές άλλες επιτυχίες στο παλμαρέ του όπως η συμμετοχή στους τελικούς τους 1989 με την φανέλα των Lakers κόντρα στους Pistons. Μάλιστα αν κι έχουν περάσει 21 χρόνια από την τελευταία του παρουσία στην χώρα μας ως παίκτης, τα κατορθώματά του δεν έχουν ξεχαστεί, κάτι το οποίο αποδείχθηκε από το γεγονός ότι ψηφίστηκε ως ένας από τους 30 Hall of Famers στο πρόσφατο All Star Game του ΕΣΑΚΕ. Στο περιθώριο αυτής την νέας διάκρισής του, ο 57χρονος πρώην γκαρντ έδωσε το παρών στην χώρα μας και το basketblog.gr τον συνάντησε και συνομίλησε μαζί του για όλο το φάσμα της καριέρας του τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες χώρες που έπαιξε.

Αναλυτικά οι δηλώσεις του:

Το καλοκαίρι του 1995 ήταν να έρθει ο Doc Rivers στον Ολυμπιακό, αλλά τελικά ήρθατε εσείς. Πώς διαχειριστήκατε και πως αισθανθήκατε την αρχική γκρίνια των οπαδών του Ολυμπιακού, δεδομένου ότι περίμεναν άλλο όνομα;

“Ένιωθα αυτοπεποίθηση, διότι ήξερα τι παίκτης ήμουν. Επομένως πάντα έπαιζα με την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, η οποία προερχόταν από το γεγονός ότι δούλευα πολύ για να πετύχω. Ήξερα ότι υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες από εμένα και ταυτόχρονα μεγάλη απογοήτευση, γιατί δεν κατακτήσαμε την Ευρωλίγκα την προηγούμενη χρονιά (σ.σ 1994), ένα τρόπαιο που οι οπαδοί μας λαχταρούσαν να το πάρουμε. Έτσι ένιωθα πάρα πολύ μεγάλη σιγουριά και αισιοδοξία ότι θα τα καταφέρουμε, η οποία έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν πληροφορήθηκα το ποιους θα έχω συμπαίκτες”.

Ήρθατε στον Ολυμπιακό με προπονητή τον κόουτς Ιωαννίδη, ωστόσο ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ήταν αυτός με τον οποίο κατακτήσατε την Ευρωλίγκα και με τον οποίο κάνατε μία εξαιρετική σεζόν στην διοργάνωση, αφού βγήκατε πρώτος της σκόρερ. Μπορείτε να μου πείτε μία άποψη γι’ αυτές τις δύο προσωπικότητες;

“Ήταν δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Ο κόουτς Ίβκοβιτς έχει πεθάνει, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ στον κόουτς Ιωαννίδη το γεγονός ότι ήταν πάρα πολύ αποφασιστικός και έδινε πολύ εξειδικευμένες οδηγίες και επίσης ακολουθούσε πιστά την τακτική του και την φιλοσοφία του. Δεν μιλούσαμε πάρα πολύ, αλλά καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλο και γενικότερα μου άρεσε η σκληρότητά του. Ο κόουτς Ίβκοβιτς ήταν το ίδιο σκληρός, αλλά πιο “σιωπηλός” και πάντα έδειχνα τον σεβασμό σε αυτόν. Γενικότερα είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε την Ευρωλίγκα τόσο με τον Ιωαννίδη όσο και με τον Ίβκοβιτς που τελικά την πήραμε. Την πρώτη χρονιά για μένα ήταν μία διαδικασία εκμάθησης, γιατί προσπαθούσα να μάθω την χώρα, το πρωτάθλημα τους συμπαίκτες μου και τις απαιτήσεις της ομάδας. Η δεύτερη χρονιά για μένα ήταν σαν να “πίνω ένα ποτήρι νερό” , αν και υπήρχαν δύσκολες στιγμές στις οποίες μας αμφισβητούσαν οι φίλαθλοι και τα μίντια. Θυμάμαι ότι ένας δημοσιογράφος από την Αγγλία εκείνο τον Ιανουάριο (σ.σ 1997) με είχε ρωτήσει αν μπορούμε να σηκώσουμε την Ευρωλίγκα και του είπα σίγουρα ναι, αφού παρά το γεγονός ότι δεν ήμασταν στην καλύτερη δυνατή θέση εκείνη την περίοδο πάντα πίστευα σε εμένα και την ομάδα κι όλα αυτά ήταν που χρειαζόμουν. Όλα αυτά τα περιστατικά ήταν η εμπειρία μου στην Ελλάδα, δυστυχώς όμως δεν τελείωσα την δουλειά, αφού το καλοκαίρι του 1997 αποχώρησα γιατί δεν προχώρησε η συμφωνία με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού και τους εκπροσώπους μου, κάτι το οποίο ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα και στενοχωρήθηκα που δεν έμεινα για να αντιμετωπίσω τους Bulls και τον Jordan, τους οποίους είχα αντιμετωπίσει και στο ΝΒΑ. Πραγματικά πιστεύω ότι αν έμενα θα μπορούσαμε να κάνουμε μία δυναστεία για πολλά χρόνια”.

Έχετε κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία από το Final 4 του 1997 στην Ρώμη, το οποίο μάλιστα εν τέλει καταφέρατε να κατακτήσετε;

“Για μας ήταν πάρα πολύ σημαντικό να κατακτήσουμε αυτόν τον τίτλο. Διέκρινα τον ενθουσιασμό που είχαν οι φίλαθλοί μας, όπως και οι οικογένειες των παικτών που περιμέναν να αγωνιστούμε. Αναφορικά με εμένα ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος στον στόχο και τον εαυτό και δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ τι έκαναν οι οπαδοί μας κι οι οικογένειές μας ή άλλοι συμπαίκτες μου. Έπρεπε να έχω αντίκτυπο στην ομάδα για να είμαστε επιτυχημένοι και με το που φτάσαμε στην Ρώμη δεν ασχολούμουν με τίποτα άλλο πέρα από την κατάκτηση του τροπαίου. Άλλωστε μαζί μου είχε έρθει η οικογένειά μου κι οι φίλοι μου, αλλά δεν ήταν στο δικό μου επίκεντρο, για τους λόγους που είπα”.

Επιστρέψατε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2000. Οι λόγοι της επαναφοράς σας στην ομάδα είχαν να κάνουν με τις σχέσεις σας με τους φίλους της ομάδας και την αγάπη σας γι’ αυτήν;

“Πάντα ήθελα να επιστρέψω στον Ολυμπιακό, γιατί είχαμε πετύχει πάρα πολλά με την ομάδα. Βέβαια όταν ήρθα πάλι στην ομάδα τα πάντα ήταν πολύ διαφορετικά, καθότι υπήρχε νέος προπονητής, νέοι συμπαίκτες, άλλη χημεία και γενικότερα τίποτα δεν ήταν ίδιο σε σχέση με την πρώτη μου θητεία. Νομίζω ότι η επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν κάτι ανεκπλήρωτο για εμένα, καθότι δεν κάναμε τα όσα μπορούσαμε. Πάντως ένιωσα πολύ ωραία που γύρισα πίσω, καθώς αγαπούσα πολύ τους οπαδούς του συλλόγου και το περιβάλλον ήταν πολύ οικείο για μένα”.

Μιας και αναφέρατε την λέξη χημεία, εκείνη την σεζόν είχατε καλές σχέσεις και εξαιρετική συνεργασία με τον Dino Radja στον αγωνιστικό χώρο. Μπορείτε να μου πείτε πως λειτουργούσατε τόσο καλά σαν δίδυμο και μερικά λόγια γι’ αυτόν;

“Ο Dino ήταν ένας πάρα πολύ ξεχωριστός παίκτης, ο οποίος είχε αρκετά ψυχολογικά up and down, καθότι την μία μέρα είχε πάρα πολλά κέφια, την άλλη ήταν επιθετικός και την επόμενη  δυστυχισμένος, αλλά ήταν εξαιρετικός παίκτης και ταλέντο, με το οποίο βρισκόμασταν άνετα μέσα στο παρκέ”.

Με το ολοκληρώθηκε η πρώτη σας θητεία στον Ολυμπιακό, πήγασε στην Fortitudo Bologna, στην οποία βρήκατε τον Dominic Wilkins. Πώς ήταν οι σχέσεις και η συνεργασία μεταξύ σας, αφού στην Ελλάδα ήσασταν αντίπαλοι σε δύο ομάδες πολύ υψηλού επιπέδου, που πάντα θέλει η μία να κερδίζει την άλλη.

“Με τον Dominic γνωριζόμασταν από πιο πριν και συγκεκριμένα από τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα από τους Hawks. Επομένως για εμάς αυτή η συνύπαρξη ήταν εύκολη και θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ομάδα ήταν η πιο δυνατή ομάδα στα χαρτιά στην ιστορία του παγκοσμίου μπάσκετ, αφού υπήρχαν εξαιρετικοί παίκτες όπως ο Dominic, ο Gregor Fucka και o Carlton Myers. Ήμασταν μία ομάδα που έπρεπε και μπορούσε να πάρει την Ευρωλίγκα, αλλά δυστυχώς είχαμε προβλήματα με την χημεία και την προσαρμοστικότητα. Παρόλα αυτά ήταν μία εξαιρετική ομάδα και ήταν μία εξαιρετική εμπειρία να αγωνίζεσαι με τέτοιου επιπέδου παίκτες”.

Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που είχατε αντιμετωπίσει ποτέ;

“Ήταν πάρα πολλές ανταγωνιστικές ομάδες, ενώ αν νικάς τότε οι αντίπαλοι σου θέλουν και στοχεύουν να σε κερδίσουν, Έτσι κάθε παιχνίδι είναι μία πρόκληση, ακόμη και με ομάδες που δεν ήταν καλές, καθώς όλοι θέλουν να μετρήσουν τις δυνάμεις τους μαζί σου. Στην Γαλλία από τις πιο δύσκολες ομάδες ήταν η Limoge και η Antibes, ενώ στην Ελλάδα υπήρχαν πολύ καλές ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός , η ΑΕΚ κι ο Άρης. Ακόμη στην Τουρκία υπήρχαν δυνατοί αντίπαλο όπως η Efes Pilsen και η Galata και γενικότερα όλες αυτές οι αντιπαλότητες είχαν πλάκα καθώς τις αντιμετώπιζα σαν μία μεγάλη πρόκληση.

Αναφορικά με την καριέρα σας στο ΝΒΑ, ήσασταν μέλος των Lakers και πήγατε στους τελικούς  του 1989 με τους Pistons, Γενικότερα είχατε ρόλο στην ομάδα, ωστόσο στους εν λόγω αγώνες ο χρόνος συμμετοχής σας αυξήθηκε πάρα πολύ. Πώς μπορέσατε να διαχειριστείτε τόσες ευθύνες σε πάρα πολύ κρίσιμα παιχνίδια;

“Το ΝΒΑ ήταν μία πολύ διαφορετική υπόθεση από την Ευρώπη. Γενικά ήταν μία τεράστια στιγμή για την καριέρα μου να παίξω τόσο νωρίς σε τελικούς ΝΒΑ και να έχω συμπαίκτες τον Magic Johnson, τον Kareem και όλους αυτούς του παίκτες. Γενικότερα ήταν όλοι τους εξαιρετικά άτομα, ενώ ο Pat Riley, που ήταν ο προπονητής μας και γενικότερα εμπιστευόταν μία επτάδα – οκτάδα παικτών. Οι προπονήσεις μαζί τους ήταν εξαιρετικές και θυμάμαι ότι ερχόταν σε εμένα και μου έλεγε David δεν μου αρέσουν οι rookies. Εγώ τον κοίταζα, χαμογελούσα και συνέχιζα την σκληρή προπόνηση, ενώ μία άλλη μέρα ήρθε και μου είπε David είσαι ένας εξαιρετικός παίκτης και το αποδεικνύεις κάθε μέρα, αλλά βρίσκεσαι στην λάθος ομάδα, γιατί δεν χρησιμοποιώ rookies. Γενικά είχαμε καλές σχέσεις κι έμαθα πάρα πολλά από αυτόν, ενώ ήταν εξαιρετική εμπειρία να βρίσκομαι με τόσους θρύλους μαζί. Ήταν μία κατάσταση που έπρεπε να είμαι έτοιμος, γιατί μπορεί να έπαιζα, άσχετα αν δεν ήρθε αυτή η στιγμή μέχρι τους τελικούς. Τότε ο Byron Scott και ο Μagic τραυματίστηκαν, ο Κareem έπαιζε με ένα πόδι, άρα ο προπονητής εμπιστεύτηκε εμένα τον Cooper και τον Worthy. Bέβαια εγώ δεν ήμουν τόσο έτοιμος, καθώς δεν είχα πολύ χρόνο συμμετοχής μέσα στην χρονιά. Εμείς χάσαμε με “σκούπα” τους τελικούς από τους Pistons, αλλά πήραμε το πρωτάθλημα της περιφέρειάς μας που ήταν κάτι πολύ σημαντικό, άσχετα αν τότε δεν θεωρούταν τόσο μεγάλη επιτυχία”.

Το 1986 είχατε ένα πολύ σοβαρό τροχαίο, το οποίο παραλίγο να σας στοιχίσει την ζωή. Μάλιστα ο Ken Barlow (πρώην παίκτης του ΠΑΟΚ) σας θεωρούσε νεκρό. Πως καταφέρατε λοιπόν να το ξεπεράσατε και να κάνετε αυτήν την σπουδαία καριέρα, αλλά και πώς αυτό το ατύχημα επηρέασε το υπόλοιπο της ζωής σας;

“Πάντα είχα πίστη στον Χριστό, κάτι το οποίο μου δίνει πάρα πολύ δύναμη. Έτσι σε αυτό το ατύχημα που ήταν πάρα πολύ σφοδρό, η κοιλιά μου σχεδόν κόπηκε και ο Ken Barlow οδηγούσε. Ήταν αργά την νύχτα και είχε πάρα πολύ σκοτάδι κι όταν αντιλήφθηκε την κατάστασή μου, έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα στον περιφερειακό δρόμο και με πήγε στο πρώτο σπίτι που βρήκε για να με βοηθήσουν. Οι γιατροί ήταν σίγουροι ότι δεν θα ξαναπαίξω ποτέ μπάσκετ, αλλά το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν αν θα ζήσω. Γνώριζα ότι αν έμενα ζωντανός τότε θα περπατούσα ξανά, θα έπαιζα μπάσκετ. Το θέμα ήταν πόσο γρήγορα θα θεραπευόμουν, καθώς μου πήρε μόλις λίγο διάστημα και έπαιξα όλη την σεζόν εκείνη την χρονιά, κάτι που κανείς δεν πίστευε. Αν ζούσα ήξερα την επιθυμία μου και τι ήθελα να κάνω, που δεν ήταν άλλο από το να γίνω ένας επαγγελματίας παίκτης επιπέδου ΝΒΑ. Μετά γνώριζα ότι θα κατάφερνα τον στόχο μου, καθώς για μένα ήταν όλα θέμα επιθυμίας, διάθεσης και πίστης. Δούλευα πάρα πολύ για να πετύχω κι όλοι με κοιτάζαν με φόβο όταν ξεκινούσα τις προπονήσεις μετά το ατύχημα, αλλά εγώ ήμουν πολύ αποφασισμένος για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα”

Πως νιώθετε που έπειτα από πάρα πολλά χρόνια οι Έλληνες οπαδοί θυμούνται τα κατορθώματά σας και εσείς επιλεχθήκατε ως ένας από τους τριάντα Hall of Famer;

“Το πάθος των Ελλήνων φιλάθλων είναι πάρα πολύ μεγάλο και το θυμάσαι σε όλη σου την ζωή. Αναμφίβολα υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση μαζί τους και θυμάμαι ότι οι φίλοι του Ολυμπιακού και του μπάσκετ γενικότερα με υποστήριζαν πάρα πολύ και όταν νικούσαμε, το εκτιμούσαν πάρα πολύ. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι κυρίως των Ελλήνων φιλάθλων, καθότι έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και γνωρίζω το στυλ των περισσοτέρων οπαδών. Σε μία χώρα που είχα πάει άκουγα μερικά άτομα να μιλούν ελληνικά και πήγα να συστηθώ. Τους μίλησα και τους ρώτησα αν είναι Ολυμπιακοί ή Παναθηναϊκοί και τους είπα  ότι είμαι ο David Rivers που παίζω στον Ολυμπιακό. Με κοιτούσαν έκπληκτοι και συζητούσαμε, κάτι το οποίο για μένα είναι ξεχωριστό χαρακτηριστικό των φιλάθλων στην Ελλάδα”.

Ο Ολυμπιακός τα τελευταία δύο χρόνια βρίσκεται ξανά σε ανοδική πορεία και διεκδικεί τους εγχώριους τίτλους, ενώ θέλει να κάνει μία εξαιρετική πορεία στην Ευρωλίγκα. Παρακολουθείτε καθόλου την ομάδα κι αν ναι, πιστεύετε ότι μπορεί να πετύχει τους στόχους της;

“Βλέπω τον Ολυμπιακό περιστασιακά κι όχι συνέχεια. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι έχουν την δυνατότητα να νικήσουν και να πετύχουν τους στόχους τους. Όταν όμως πας στο Final 4 απαιτεί να μην είσαι αγχωμένος και να είσαι αποκλειστικά επικεντρωμένος στον στόχο του, έτσι ώστε να πετύχεις. Αυτά τα δύο στοιχεία φέρνουν την επιτυχία, διότι γνωρίζεις το τι ακριβώς πρέπει να κάνεις. Επομένως θεωρώ ότι είναι σίγουρο ότι μπορεί να πετύχει. Το πιο δύσκολο για μένα είναι να φτάσει εκεί, όμως το Final 4 είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το υπόλοιπο κομμάτι της σεζόν”.

Όταν τελειώσατε την καριέρα σας ασχοληθήκατε με την προπονητική των μικρών παιδιών. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία για εσάς;

“Είναι μία εξαιρετική και συνεχής εμπειρία, καθώς ήμουν και πρεσβευτής της Euroleague One Team. Kάναμε εξαιρετική δουλεία παντού στην Ευρώπη και εξακολουθώ να δουλεύω με τα νεαρά παιδιά από την ηλικία των 7-19. Διοργανώνουμε διάφορα events και φέρνουμε διάφορες ομάδες νεαρών παικτών από την Αμερική και τον Καναδά, για να τους εκπαιδεύσουμε τόσο σε αθλητικό όσο και πολιτισμικό επίπεδο. Θέλουμε με αυτόν τον τρόπο να τους δώσουμε μία πολύ σημαντική εμπειρία σε όλα τα επίπεδα και γι ‘ αυτό φέρνουμε και διάφορους ακαδημαϊκούς ανθρώπους. Τέλος αυτή διαδικασία πάει εξαιρετικά και θέλουμε να την συνεχίσουμε”.