Η νίκη της Εθνικής ομάδας επί της αντίστοιχης της Σερβίας θέτει τους πάντες προ των ευθυνών τους. Το μπάσκετ είναι ζωντανό, ο κόσμος το θέλει και πρέπει να σταματήσουμε να το ποδοπατούμε. Γράφει ο Νίκος Μπουρλάκης

Οχτώ χιλιάδες φίλαθλοι μαζεύτηκαν στο κλειστό των Άνω Λιοσίων όχι για να φωνάξουν για την ομάδα τους, αλλά για να δουν, να συμπαρασταθούν, να χειροκροτήσουν το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Που επίσης δεν παρουσιάστηκε με την «κανονική» του σύνθεση αλλά με παιδιά που συνολικά είχαν 54 συμμετοχές στην Εθνική ομάδα! Ναι, ο αριθμός είναι αληθινός.

Και σε έναν αγώνα όπου δεν κρινόταν κάτι, δεν ήταν «τελικός πρόκρισης» αφού το εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2023 είναι εξασφαλισμένο. Όλα αυτά αποτελούν τη βάση επάνω στην οποία οφείλουμε να «πατήσουμε» ώστε να προχωρήσουμε με δύναμη και θέληση στα επόμενα βήματα.

Οι φίλαθλοι βρέθηκαν εκεί για την Εθνική μας ομάδα. Γι’ αυτό που πρεσβεύει, επειδή την αγαπήσαμε κι επειδή το «καρδιοχτύπι» κάθε φορά που αγωνίζεται είναι δεδομένο. Πόσο όμορφο ακούγεται όλο αυτό! Γιατί να μην το «καλλιεργήσουμε», ο καθένας από το πόστο που υπηρετεί το μπάσκετ; Κι επίσης αυτά τα παιδιά που βρέθηκαν στο γήπεδο να αντιμετωπίσουν τους Σέρβους (οι οποίοι μαθηματικά δεν έχουν εξασφαλίσει πρόκριση) ήταν αποφασισμένα να φωνάξουν το εξής: «ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ».

Και να δείξουν σε όλους ότι με όση δύναμη διαθέτουν θα «κυνηγήσουν» μια θέση και στο Παγκόσμιο. Είχαν (κι έχουν) φιλοδοξία και κίνητρο. Κι ας μην πέρασαν εύκολα!

Ο Νίκος Ρογκαβόπουλος βρήκε την Ιθάκη του στο πρωτάθλημα Τουρκίας και σε μια μικρομεσαία ομάδα, όπου πρωταγωνιστεί κι έχει κάνει το ξεπέταγμά του. Εδώ αντιμετωπίστηκε σκληρά ως άδικα. Το ότι ολόκληρος Ρικ Πιτίνο με το που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα για την Εθνική ζήτησε πρωτίστως να του κάνει ατομική προπόνηση δε σημαίνει τίποτα.

Ο Δημήτρης Μωραΐτης επίσης πέρασε δύσκολα κι αμφισβητήθηκε μέχρι να βρει την ηρεμία του (και την αναγνώριση) στο Περιστέρι. Ο Σωτήρης Μανωλόπουλος χρειάστηκε να μετακομίσει στην Ρουμανία αφού στην Ελλάδα δεν τον υπολόγιζαν (κανείς δε ξέρει το «γιατί» αλλά σε αυτή τη χώρα που ζούμε είναι μάλλον μάταιο ν’ αναζητούμε πειστικές απαντήσεις).

Ο Νίκος Χουγκάζ παραγκωνίστηκε στον χειρότερο Παναθηναϊκό των τελευταίων 30 ετών χωρίς ποτέ να καταλάβει κανείς το «γιατί» κι ενώ ήταν έτοιμος, έχοντας «σπάσει τη χολή του» με πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξασφάλιση της παραμονής του Ιωνικού. Πάλι καλά που δε «σκούριασε» και πάλι καλά που τον προσέχουν στο Περιστέρι.

Κι άλλα παιδιά όμως… Ο Μανώλης Χατζηδάκης, ρούκι της ομάδας, ήταν «βράχος» απέναντι στον Μιλουτίνοφ και έβαλε καθοριστικό καλάθι στην παράταση. Ο Μουράτος έδωσε σημαντικές λύσεις, ο Γόντικας πάλεψε, η ομάδα εμφανίστηκε με κίνητρο, με φιλοδοξία αλλά και με πλάνο.

Τα πράγματα είναι απλά: Μπορεί να μην έχουμε το συσσωρευμένο ταλέντο προηγούμενων ετών, μπορεί να είμαστε μακριά από ένα νέο Σπανούλη ή Διαμαντίδη αλλά υλικό υπάρχει. Και υπήρχε εδώ και χρόνια αλλά οι συνθήκες, οι καταστάσεις, η νοοτροπία, το ότι αρκετά «παράσιτα» παραμένουν ανεξέλεγκτα, προκάλεσαν μια παράξενη συνθήκη όπου κανείς δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει, που πάει και που βαδίζει.

Η «σπίθα» υπάρχει και χρειάζεται κάτι για να «ανάψει», να μεγαλώσει, να απλωθεί και να παρασύρει πολύ κόσμο να γεμίσει τα γήπεδα. Να διαπιστώσει ότι υπάρχει η προοπτική για κάτι υγιές και όμορφο.

Να ξαναβρούμε το μπάσκετ που μας αρέσει. Το μπάσκετ του οράματος και όχι της ατομικής προβολής.